Τι σημαίνει το entrer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entrer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrer στο Γαλλικά.

Η λέξη entrer στο Γαλλικά σημαίνει εισάγω, εισέρχομαι, καταχωρώ, καταχωρίζω, μπαίνω, χτυπάω, χτυπώ, μπαίνω, εισβάλλω, καταχωρώ, μέσα, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, χτυπάω, χτυπώ, περνάω, με παίρνει ο αέρας, εμπίπτω, πληκτρολογώ, καταχωρώ, εισάγω, μπαίνω, καταχωρώ, καταχωρίζω, μπαίνω, καταπάτηση, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ, οργισμένος, εξοργισμένος, ελκυστικότητα, μπαίνω με τη βία, έρχομαι σε επαφή με, ξεκινάω πόλεμο, θέτω σε ισχύ, βρίσκω,αποκτώ, μπαίνω με το ζόρι, έρχομαι σε επαφή με κπ, αναλαμβάνω την εξουσία, τίθεμαι σε ισχύ, τίθεμαι σε ισχύ, εμφανίζομαι στη σκηνή, υφίσταμαι τήξη, συγκρούομαι, εκρήγνυμαι, εισβάλλω, γράφω ιστορία, μπαίνω στο παιχνίδι, μπαίνω στα κρυφά, ωθώ, σπρώχνω, συναναστρέφομαι, μπαίνω, κάνω διάρρηξη, μπαίνω βιαστικά, επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω, εφάπτομαι σε, γίνομαι δεκτός, αφήνω κπ να μπει σε κτ, κάνω διάρρηξη, παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ, μπαίνω έρποντας, μπαίνω, μπαίνω, εισέρχομαι, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, μπαίνω σε κτ, καλώ κπ να περάσει μέσα, εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά, συνοδεύω, κάνω εμφάνιση-αστραπή, αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου, βγαίνω στη σκηνή, γνωρίζω, συναντώ κάποιον, έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ, φτάνω σε σημείο βρασμού, διαφωνώ, δημιουργώ σχέση, συγκρούομαι, έρχομαι σε επαφή, διαγωνίζομαι με κπ, καταρρέω, τα λέμε με κπ, συγκρούω, στριμώχνω, χώνω, βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ, κάνω κτ με ενθουσιασμό, ανεβάζω στη σκηνή, είμαι τζαμπατζής, συγκρούομαι, πέφτω σε κτ/κπ, πέφτω πάνω σε κτ/κπ, εμφανίζομαι, μπαίνω, φέρνω λαθραία, προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη, μπαίνω αθόρυβα, έρχομαι, μπαίνω, φέρνω λαθραία, κινούμαι σαν τσούρμο, περπατώ σε σειρά, βρίσκομαι σε διάπαυση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entrer

εισάγω

verbe transitif (dans base de données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entrez le code en utilisant le clavier numérique.

εισέρχομαι

verbe intransitif (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous pouvez entrer, mais s'il vous plaît, tapez à la porte pour vous annoncer !
Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.

καταχωρώ, καταχωρίζω

(στοιχεία σε φόρμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il inscrit son nom sur la première ligne du formulaire.
Καταχώρησε (or: καταχώρισε) το όνομά του στην πρώτη γραμμή της αίτησης.

μπαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entrez, c'est ouvert.
Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le commerçant a entré les prix dans la caisse.

μπαίνω, εισβάλλω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mais ne vous gênez pas, entrez, faites comme chez vous !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι καλύτερο να χτυπήσουμε πρώτα αντί να μπούμε έτσι απλά.

καταχωρώ

(des nombres,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μέσα

verbe intransitif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a ouvert la porte et ils sont tous entrés.

πάω μέσα, μπαίνω μέσα

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fait chaud dehors, tu veux rentrer (à l'intérieur) ?
Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα;

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bien qu'un prix de 9,95 $ soit affiché, le vendeur a saisi 19,95 $ par erreur.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

περνάω

verbe transitif (Informatique) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a entré les données dans un tableur.
Πέρασε (or: Πληκτρολόγησε) τα δεδομένα σε ένα υπολογιστικό φύλλο.

με παίρνει ο αέρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπίπτω

(être inclus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leur demande tombe dans le champ de notre projet.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

πληκτρολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entrez votre nom et adresse e-mail dans le formulaire d'inscription en ligne.

καταχωρώ, εισάγω

verbe transitif (Informatique) (εισάγω δεδομένα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devions saisir (or: entrer) tous les noms et adresses.
Είχαμε περάσει στα έγγραφα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις.

μπαίνω

(πηγαίνω μέσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il entra dans la maison.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς.

καταχωρώ, καταχωρίζω

(dans base de données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'analyste entra des données dans la base de données.
Ο αναλυτής καταχώρησε τα στοιχεία στη βάση δεδομένων.

μπαίνω

verbe intransitif (Théâtre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La comédienne entre côté cour au début du second acte.
Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης.

καταπάτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
N'hésitez à nous contacter si vous avez des questions.

αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ton idée m'a l'air intéressante. Peux-tu développer ?
Η ιδέα σου ακούγεται ενδιαφέρουσα. Θα μπορούσες να την αναπτύξεις (or: αναλύσεις);

οργισμένος, εξοργισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La professeure a été folle de rage en découvrant que plusieurs élèves trichaient à l'examen.

ελκυστικότητα

(d'une maison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπαίνω με τη βία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'armée est entrée de force dans la ville.

έρχομαι σε επαφή με

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous pouvez entrer en contact avec nous à l'adresse indiquée ci-dessus.

ξεκινάω πόλεμο

locution verbale (pays)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Grande-Bretagne est entrée en guerre contre l'Allemagne en 1914.

θέτω σε ισχύ

(une loi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω,αποκτώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand j'ai reçu mon héritage, je suis entrée en possession de plusieurs pièces rares.
Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα.

μπαίνω με το ζόρι

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a cherché à le laisser dehors mais il est entré en forçant.

έρχομαι σε επαφή με κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peut-être qu'un jour les extra-terrestres entreront en contact avec nous.

αναλαμβάνω την εξουσία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le président est entré en fonction pendant la crise financière.

τίθεμαι σε ισχύ

locution verbale (loi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nouvelle loi ne va pas entrer en vigueur avant février de l'année prochaine.

τίθεμαι σε ισχύ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nouvelle loi sur l'immigration adoptée la semaine dernière entrera en vigueur le 1er janvier prochain.

εμφανίζομαι στη σκηνή

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hamlet entre en scène par la gauche, pas par la droite !

υφίσταμαι τήξη

locution verbale (cœur d'un réacteur)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρούομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα δύο αγωνιστικά αυτοκίνητα πατήσαν τα λάδια και συγκρούστηκαν.

εκρήγνυμαι

(début) (ηφαίστειο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand est-ce que l'Etna est entré en éruption pour la dernière fois ?

εισβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On dirait bien que des taupes sont encore entrées sans autorisation (or: sans permission) !

γράφω ιστορία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil Armstrong est entré dans l'histoire en étant le premier homme à avoir marché sur la Lune.

μπαίνω στο παιχνίδι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στα κρυφά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les adolescents n'avaient pas le droit d'entrer dans le bar, mais ils sont quand même entrés en douce.

ωθώ, σπρώχνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un homme dans la foule m'a crié dessus pour avoir joué des coudes pour entrer.

συναναστρέφομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je déteste ce boulot, mais il me permettra d'entrer en contact avec des personnes influentes.
Πραγματικά σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά όμως θα μου επιτρέψει να συναναστραφώ ορισμένους πολύ ισχυρούς ανθρώπους.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Personne n'est entré dans la pièce pendant votre absence.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι.

κάνω διάρρηξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les voleurs sont entrés par effraction et ont vidé le coffre.
Οι ληστές έκαναν διάρρηξη και παραβίασαν το χρηματοκιβώτιο.

μπαίνω βιαστικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il entra précipitamment avant que nous ayons pu l'arrêter.

επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εφάπτομαι σε

verbe transitif (μαθηματικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι δεκτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ να μπει σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω διάρρηξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les voleurs sont entrés (or: se sont introduits) dans la maison par effraction et ont volé plusieurs bijoux.
Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα.

παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ

verbe intransitif (σε οικογένεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sophie est entrée dans une famille italienne par mariage.

μπαίνω έρποντας

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'homme en noir s'est faufilé doucement dans les fourrés.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis entré dans la maison.
Μπήκα στο σπίτι.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισέρχομαι, μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω σε κτ

(με όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous recevrez un ticket quand vous entrerez dans le parking.

μπαίνω σε κτ

Entre dans mon boudoir, dit l'araignée à la mouche.

καλώ κπ να περάσει μέσα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά

verbe transitif

Ouvrez le compartiment de la batterie et faites-la entrer doucement dedans.

συνοδεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω εμφάνιση-αστραπή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faisait des allées et venues incessantes à la réunion si bien que personne n'a remarqué qu'il était parti pour de bon.
Έκανε μια εμφάνιση-αστραπή στη συνάντηση. Σχεδόν δεν τον πήραμε είδηση.

αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου

locution verbale (μεταφορικά: σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dick Button est entré dans l'histoire du patinage quand il a fait le premier double axel.

βγαίνω στη σκηνή

(Théâtre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand elle dit "Oh, Roméo, Roméo", tu dois entrer en scène.

γνωρίζω, συναντώ κάποιον

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'aimerais prendre contact avec mes anciens camarades de classe.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα ήθελα να έρθω σ' επαφή με τους παλιούς μου φίλους απ' το πανεπιστήμιο.

φτάνω σε σημείο βρασμού

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαφωνώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sous la dictature, tous ceux qui étaient en dissidence étaient jetés en prison.

δημιουργώ σχέση

locution verbale

007 est entré en contact avec Londres.

συγκρούομαι

(με κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Τιτανικός συγκρούστηκε με το παγόβουνο.

έρχομαι σε επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαγωνίζομαι με κπ

locution verbale

Les différents États sont en concurrence lorsqu'il s'agit d'attirer des investisseurs.

καταρρέω

locution verbale (τήξη πυρηνικού αντιδραστήρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Après l'accident, la centrale nucléaire a commencé à entrer en fusion.
Μετά το ατύχημα, ο πυρηνικός σταθμός άρχισε να καταρρέει.

τα λέμε με κπ

verbe transitif (καθομ, πληθ: συνομιλία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρούω

locution verbale (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les scientifiques ont fait entrer en collision les particules au sein du réacteur.

στριμώχνω, χώνω

(avec difficulté) (σε κτ ή μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy a fait entrer toutes ses affaires dans la voiture et s'est mise en route vers sa nouvelle vie.
Η Νάνσι στρίμωξε όλα τα υπάρχοντά της στο αυτοκίνητο κι έβαλε πλώρη για τη νέα της ζωή.

βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ με ενθουσιασμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβάζω στη σκηνή

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il était temps de faire entrer le prochain numéro.
Ήρθε η ώρα να ανέβει η επόμενη πράξη επί σκηνής.

είμαι τζαμπατζής

verbe intransitif (άντρας)

συγκρούομαι

(μεταφορικά: με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι ριζοσπαστικές ιδέες του έρχονταν σε σύγκρουση με τις δικές τους.

πέφτω σε κτ/κπ, πέφτω πάνω σε κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le bolide a fait une sortie de route avant de heurter (or: percuter) le mur à pleine vitesse.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο βγήκε από την πίστα και έπεσε με υψηλή ταχύτητα πάνω στον τοίχο.

εμφανίζομαι, μπαίνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'avais 30 ans quand Jason est entré dans ma vie et l'a bouleversée à jamais.
Ήμουν 30 χρονών, όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Τζέισον και την άλλαξε μια για πάντα.

φέρνω λαθραία

Janice était à l'hôpital et les médecins lui avaient imposé un régime strict, donc elle a demandé à son mari de lui faire entrer du chocolat clandestinement.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Τζάνις ήταν στο νοσοκομείο και οι γιατροί την έβαλαν σε αυστηρή δίαιτα και έτσι ζήτησε από τον άνδρα της να της φέρει λαθραία λίγη σοκολάτα. Παρά τα μέτρα ασφαλείας στις φυλακές, οι άνθρωποι ακόμη καταφέρνουν να φέρνουν λαθραία ναρκωτικά.

προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À la recherche de leur mère, les quatre garçons marchaient en groupe autour du supermarché.
Τα τέσσερα αγόρια ακολουθούσαν συντεταγμένα όλα μαζί τη μαμά τους στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ.

μπαίνω αθόρυβα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle attendit que personne ne puisse la voir, et entra discrètement par la porte de derrière. Les cambrioleurs entrèrent et sortirent discrètement de la maison sans réveiller les propriétaires.
Περίμενε μέχρι να μην κοιτάει κανείς, μετά μπήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. Οι διαρρήκτες μπήκαν και βγήκαν αθόρυβα στο σπίτι χωρίς να ξυπνήσουν τους ιδιοκτήτες.

έρχομαι, μπαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous avons besoin de l'avis d'un expert et c'est là que vous intervenez.
Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος.

φέρνω λαθραία

(κάτι σε κάτι)

Le visiteur a fait entrer une lame de scie à métaux clandestinement dans la prison pour que le prisonnier puisse s'échapper.
Ο επισκέπτης έφερε λαθραία μια λεπίδα από πριόνι στη φυλακή ώστε ο φυλακισμένος να μπορέσει να αποδράσει.

κινούμαι σαν τσούρμο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants entrèrent en groupe et s'assirent pour démarrer le cours.

περπατώ σε σειρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Docilement, les élèves entrèrent en file dans la classe.

βρίσκομαι σε διάπαυση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του entrer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.