Τι σημαίνει το escena στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escena στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escena στο ισπανικά.
Η λέξη escena στο ισπανικά σημαίνει σκηνή, τόπος του εγκλήματος, σκηνή, σκηνή, τόπος, σκηνή, πολύ κακό για το τίποτα, σκηνή ή απόσπασμα, σκηνή, στίβος, θέαμα, σκετς, οργάνωση, νυχτερινή σκηνή, παρεμβολή σκηνής από το παρελθόν, αψίδα προσκηνίου, στη σκηνή, είμαι εκτός, επικίνδυνη σκηνή, σκηνή από τα γυρίσματα, σκηνή αιματοχυσίας, τόπος εγκλήματος, ονειρικό τοπίο, σκηνή από ταινία, μη αστικό τοπίο, σκηνικά, θεατρικός σκηνοθέτης, άδεια εισόδου στα παρασκήνια, ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώ, εμφανίζομαι στη σκηνή, περιγράφω την κατάσταση, διοργανώνω κτ ξανά, βγαίνω στη σκηνή, γίνομαι ερμηνευτής, γίνομαι ηθοποιός, στη σκηνή, βγαίνω, τόπος του εγκλήματος, στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escena
σκηνήnombre femenino (θέατρο, ταινία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La primera escena de la película se desarrolla en la alcoba. Η πρώτη σκηνή του έργου διαδραματίζεται στην κρεβατοκάμαρα. |
τόπος του εγκλήματος(lugar del crimen) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La policía mantuvo a toda la gente alejada de la escena del crimen. |
σκηνήnombre femenino (episodio de una obra de ficción) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Escena 4: La cena. |
σκηνήnombre femenino (ambiente) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Entramos a la escena musical hace un año aproximadamente. |
τόπος(τοποθεσία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La ambulancia llegó al lugar del accidente a los cinco minutos. Το ασθενοφόρο έφτασε στη σκηνή του ατυχήματος μέσα σε πέντε λεπτά. |
σκηνή(φασαρία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su hijo armó un escándalo tremendo porque se le antojaba un helado. No dejó de llorar hasta que llegaron a casa. Ο γιος του έκανε μεγάλη σκηνή επειδή ήθελε παγωτό. Δε σταμάτησε να κλαίει μέχρι να γυρίσουν σπίτι. |
πολύ κακό για το τίποταnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Deja de hacer una escena! No es para tanto. |
σκηνή ή απόσπασμα(για βιβλία, ταινίες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκηνήnombre femenino (για όπερα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στίβος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tras el escándalo por malversación, el exsenador se retiró de la escena política. Μετά από το σκάνδαλο υπεξαίρεσής του, ο πρώην γερουσιαστής αποσύρθηκε από τον πολιτικό στίβο. |
θέαμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Viste la forma en que se comportaba? ¡Qué escena! |
σκετς(voz inglesa) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Esta comedia está formada por varios sketchs. Αυτή η κωμωδία αποτελείται από μια σειρά σκετς. |
οργάνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La presentación de la cena de Helen fue perfecta. |
νυχτερινή σκηνή(pintura) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παρεμβολή σκηνής από το παρελθόν(voz inglesa) (σινεμά, λογοτεχνία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después de la primera escena, hay un flashback hacia la niñez del héroe. |
αψίδα προσκηνίου(χώρισμα σκηνής από θεατές) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στη σκηνήlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Incuso los más experimentados artistas se sienten nerviosos antes de salir en escena. La audiencia aplaudió cuando el grupo apareció en escena para un bis. Ακόμα και οι πιο έμπειροι καλλιτέχνες νοιώθουν τρακ πριν βγουν στη σκηνή. |
είμαι εκτόςlocución adjetiva (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επικίνδυνη σκηνή(σε ταινία) La actriz grabó algunas de las escenas peligrosas de la película. Η ηθοποιός έκανε μόνη της μερικές από τις επικίνδυνες σκηνές σε αυτήν την ταινία. |
σκηνή από τα γυρίσματα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σκηνή αιματοχυσίαςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τόπος εγκλήματος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La policía había prohibido entrar a la casa porque era la escena del crimen. |
ονειρικό τοπίο
Ζωγράφιζε ονειρικά τοπία (or: φανταστικά τοπία) με αφηρημένες, αιθέριες εικόνες. |
σκηνή από ταινία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esa era una de las escenas más divertidas de la película. |
μη αστικό τοπίο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκηνικά(voz francesa) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
θεατρικός σκηνοθέτης(teatro) |
άδεια εισόδου στα παρασκήνια
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eres tan gracioso; deberías salir a escena. |
εμφανίζομαι στη σκηνήlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Hamlet aparece en escena desde la izquierda, no desde la derecha! |
περιγράφω την κατάστασηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Preparamos bien la escena para que fuera una sorpresa. |
διοργανώνω κτ ξανά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγαίνω στη σκηνήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando ella diga "Oh, Romeo, Romeo", tú entras en escena. |
γίνομαι ερμηνευτής, γίνομαι ηθοποιόςlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Juan salió a escena por primera vez cuando tenía 12 años. |
στη σκηνήlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Siempre tengo pánico escénico, pero estoy bien una vez que estoy en escena. |
βγαίνωlocución adverbial (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Teresa sale a escena en dos minutos, ¿dónde se fue? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το συγκρότημα βγαίνει σε 10 λεπτά. |
τόπος του εγκλήματος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικόlocución verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έστησε το σκηνικό για το κοινό με την περιγραφή του. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escena στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του escena
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.