Τι σημαίνει το cambio στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cambio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cambio στο ισπανικά.

Η λέξη cambio στο ισπανικά σημαίνει αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, αλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, εξαργυρώνω, χαλάω, αλλάζω, αλλάζω θέσεις, μετατρέπω, τροποποιώ, αλλάζω, ανταλλάζω, αλλάζω θέση σε κτ, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω τελείως, αναθεωρώ, αλλάζω, μεταβάλλομαι, αλλάζω, μετακινώ, αλλάζω, αλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, τροποποιώ, αλλάζω, μεταβάλλω, αποβάλλω, απορρίπτω, επαναπρογραμματίζω, μετάβαση, αλλάζω, προσαρμόζω, αλλάζω, διαμορφώνω, μεταβάλλομαι, αλλαγή, ρέστα, αλλαγή, αλλαγή, αλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, ανατροπή, αλλαγή, τροποποίηση, μετατροπή, ψιλά, συνάλλαγμα, ψιλά, ψιλά, αλλαγή, αλλαγή, απόκλιση, μεταβολή, προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλο, αλλαγή, όβερ, όβερ, αλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αγορά, αλλαγή, μεταβολή, μεταβολή, αλλαγή, ανταλλαγή, αλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, τροποποίηση, -, τροποποίηση, αλλαγή, προσαρμογή, διόρθωση, μετάβαση, αλλαγή, αλλαγές, τροπή των γεγονότων, ταχύτητα, τροποποίηση, μετατροπή, προσαρμογή, μικροδιόρθωση, μικροαλλαγή, στροφή, βάζω, επιστρέψιμος, ανταλλάξιμος, στρέφω, μετονομάζω, αλλάζω γνώμη, ορτσάρω, σβήνω, κλείνω, μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ, μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, αλλάζω δέρμα, κάνω παράκαμψη, αλλάζω πορεία, κάνω ελιγμούς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cambio

αλλάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ana quiere cambiar los términos del acuerdo.
Η Άννα θέλει να αλλάξει τη συμφωνία.

αλλάζω

(μεταλλάσσομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A lo largo de la historia, los hombres no han cambiado su naturaleza en absoluto.
Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου την αληθινή του φύση.

αλλάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todos cambian a medida que se hacen viejos.

αλλάζω

verbo intransitivo (voz)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voz de Larry cambió durante la pubertad.

αλλάζω

verbo transitivo (ropa) (βάζω άλλα ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hace frío fuera. Deberías cambiar de ropa.

αλλάζω, μετατρέπω

verbo transitivo (dinero)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero cambiar estos dólares por euros.

κάνω ψιλά, κάνω λιανά

verbo transitivo (dinero)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deberías cambiar esos billetes por monedas.

αλλάζω

verbo transitivo (ropa de cama)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cambie la ropa de cama por lo menos una vez por semana.

αντικαθιστώ κτ με κτ

verbo transitivo

No olvides cambiar tu ropa de invierno por algo más ligero antes de que te vayas.
Μην ξεχάσεις να αντικαταστήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα σου με άλλα ελαφρά πριν αναχωρήσεις.

εξαργυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchos supermercados hacen efectivos los cheques salariales a cambio de una comisión.
Τα περισσότερα σούπερ μάρκετ εξαργυρώνουν επιταγές πληρωμών έναντι χρέωσης.

χαλάω, αλλάζω

(dinero) (δίνω μικρότερα νομίσματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puede darme cambio de 5 dólares?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχετε ρέστα από κατοστάρικο; Δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω πιο ψιλά.

αλλάζω θέσεις

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Trabajo una semana hasta la medianoche y después cambio al turno de la mañana.

μετατρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τροποποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El oficial cambió la norma para incluir a los nuevos residentes.

αλλάζω, ανταλλάζω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uno de los cocineros, harto del salario tan bajo, cambió la sal por el azúcar.
Θυμωμένος για τα χαμηλά μεροκάματα, ένας από τους μάγειρες της γραμμής άλλαξε το αλάτι με τη ζάχαρη.

αλλάζω θέση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes cambiar los íconos en tu computadora de modo que te resulten más cómodos. El entrenador cambió a los jugadores para equilibrar los equipos.

αλλάζω

verbo transitivo (ταχύτητες στο αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El conductor cambió las marchas conforme el carro iba subiendo la pendiente.
Ο οδηγός άλλαζε ταχύτητες, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στον λόφο.

αλλάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A la novia le gustaría cambiar la disposición de asientos.
Η νύφη θα ήθελε να αλλάξει τη διάταξη των θέσεων.

αλλάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cambié de proveedor de internet porque mi banda ancha no era lo suficientemente rápida.
Άλλαξα πάροχο υπηρεσιών γιατί η ευρυζωνική σύνδεσή μου δεν ήταν αρκετά γρήγορη.

αλλάζω τελείως

verbo transitivo

Mi hermana ha cambiado su vida por completo.
Η αδερφή μου έχει αλλάξει τελείως τη ζωή της.

αναθεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Walter cambió su opinión del joven después de escuchar las alabanzas de la Sra. Bradshaw.
Ο Γουόλτερ άλλαξε τη γνώμη που είχε για τον νεαρό άντρα αφότου άκουσε την κυρία Μπράτσο να τον επαινεί.

αλλάζω, μεταβάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El lenguaje cambia a lo largo del tiempo.

αλλάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cambió de apartamento dos veces el año pasado.
Άλλαξε διαμέρισμα δυο φορές πέρσι.

μετακινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El oficial que esperaba cambió el peso de un pie al otro.

αλλάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El bote cambió su curso cuando los vientos soplaron en otra dirección.

αλλάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él cambió de opinión de un día para otro.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Quieres cambiar tarjetas de béisbol conmigo?
Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ;

τροποποιώ, αλλάζω, μεταβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El científico tuvo que modificar su experimento.

αποβάλλω, απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En primavera, la serpiente muda su antigua piel.
Την άνοιξη το φίδι αποβάλλει το παλιό του δέρμα.

επαναπρογραμματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El concierto se reprogramó para el 15 de marzo.

μετάβαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσαρμόζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El abogado adaptó el contrato para ajustarse a las nuevas necesidades de su cliente.
Ο δικηγόρος προσάρμοσε το συμβόλαιο, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες του νέου του πελάτη.

αλλάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta tele no funciona bien. Quiero reemplazarla.
Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω.

διαμορφώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus vivencias durante la guerra influyeron en su forma de ver el mundo.
Η εμπειρία του στον πόλεμο διαμόρφωσε την αντίληψή του για τον κόσμο.

μεταβάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Adam le parece que su jefe varía de humor de un día para otro.

αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las partes hicieron un cambio en el contrato.
Οι συμβαλλόμενοι έκαναν μια αλλαγή στο συμβόλαιο.

ρέστα

(dinero) (χρήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¿Tiene cambio de 50 dólares?
Έχεις ρέστα για χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων;

αλλαγή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cambio de tiempo se produjo durante la noche.

αλλαγή

nombre masculino (deportes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El entrenador solicitó un cambio de jugadores.

αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comparadas con las anteriores, las nuevas normas supusieron un cambio significativo.
Οι νέες διαδικασίες ήταν σημαντική αλλαγή σε σύγκριση με την παλιά μέθοδο.

αλλαγή

nombre masculino (música, tono)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es una canción compleja de interpretar al piano, tiene muchos cambios de tono.

μεταβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los científicos observaron una variación en las lecturas de los sensores.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν μια μεταβολή στα δεδομένα του αισθητήρα.

ανατροπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen solía tener mucho dinero pero sufrió un cambio en su suerte y ahora vive de las ayudas estatales.
Η Κάρεν ήταν πολύ πλούσια, όμως ήρθε αντιμέτωπη με το γύρισμα της τύχης και πλέον βασίζεται στα κρατικά επιδόματα.

αλλαγή, τροποποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cualquier cambio en el contrato debe ser acordado por las dos partes.
Οποιαδήποτε αλλαγή (or: τροποποίηση) στο συμβόλαιο πρέπει να συμφωνηθεί και από τις δύο πλευρές.

μετατροπή

(αλλαγή σε κτ νέο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se tardan tres semanas en hacer el cambio de la línea de montaje para un modelo nuevo.

ψιλά

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
No tengo cambio para la máquina de café.

συνάλλαγμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψιλά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Alan tenía algo de cambio en el bolsillo.

ψιλά

nombre masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cambio de entrenamiento ha ayudado al equipo a ganar muchos más partidos este año.

αλλαγή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cambio de moneda se hizo rápidamente.
Η αλλαγή συναλλάγματος έγινε πολύ γρήγορα.

απόκλιση, μεταβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lo largo de los años ha habido muchos cambios en la organización.

προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαγή

(γνώμης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha habido un cambio de opinión desde las elecciones y las encuestas muestran una aguda caída de la popularidad del presidente.

όβερ

interjección (στον ασύρματο)

Nada que reportar. Cambio.

όβερ

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Permiso para aterrizar en la pista 5, cambio.

αλλαγή

nombre masculino (καιρού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Están esperando que haya un cambio en la tormenta.

αλλαγή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este coche es de cambio de siglo.

μεταβολή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El pronóstico advierte sobre un cambio de clima para la próxima semana.

αγορά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cambio a dólares australianos está alto, así que no compres.
Η αγορά του δολαρίου Αυστραλίας είναι πολύ ψηλά σήμερα, γι' αυτό μην αγοράζεις.

αλλαγή, μεταβολή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cambio en el clima sorprendió a los pobladores.

μεταβολή, αλλαγή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre está haciendo cambios de registro, a veces habla en inglés estándar y otras en inglés popular.

ανταλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me gusta tu abrigo. ¿No quieres cambiármelo por mi falda nueva?
Μου αρέσει το παλτό σου. Τι θα έλεγες για μια ανταλλαγή με την καινούρια φούστα μου;

αλλαγή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hola, vengo a hacer un cambio. La licuadora que me vendieron no funciona.
Γεια, χρειάζομαι μια αλλαγή. Το μπλέντερ που μου πουλήσατε δε δουλεύει.

αλλαγή, μεταβολή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cambio causó problemas porque nadie había sido informado.
Η αλλαγή προκάλεσε προβλήματα, γιατί κανένας άλλος δεν είχε ενημερωθεί.

τροποποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La lingüista estudia los cambios verbales en la Frisia Oriental.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pon una marcha y arranca lentamente.
Βάλε ταχύτητα και μετά ξεκίνα αργά.

τροποποίηση, αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Richard tuvo que hacer unas pocas modificaciones en su trabajo.

προσαρμογή, διόρθωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El director de orquesta realizó algunos ajustes a la partitura.
Ο μαέστρος έκανε κάποιες διορθώσεις στο μουσικό θέμα.

μετάβαση, αλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγές

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Creo que el tuneo de ese auto es ridículo.

τροπή των γεγονότων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταχύτητα

(οδήγηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando entres a la carretera, cambia a quinta velocidad.
Μόλις βγεις στην εθνική οδό, βάλε πέμπτη ταχύτητα.

τροποποίηση, μετατροπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La costurera hacía modificaciones y arreglos en la ropa.

προσαρμογή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los profesores de Gina quedaron impresionados con su rápida adaptación al nuevo colegio.
Οι καθηγητές της Τζίνας εντυπωσιάστηκαν με την γρήγορη προσαρμογή της στο νέο της σχολείο.

μικροδιόρθωση, μικροαλλαγή

(pequeña)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La máquina casi estaba funcionando; apenas necesitaba un par de modificaciones.
Η μηχανή σχεδόν δούλευε· χρειαζόταν μόνο μερικές μικροδιορθώσεις.

στροφή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En los últimos años hemos visto un giro hacia la derecha política.

βάζω

(vehículo, marcha) (ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la colina, cambia a segunda.

επιστρέψιμος, ανταλλάξιμος

(για αγαθά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las compras sólo son descambiables durante 30 días.

στρέφω

(σε άλλη κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La calle estaba bloqueada, así que Daniel redireccionó el auto.

μετονομάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ciudad renombró la calle en honor al alcalde.

αλλάζω γνώμη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No sirve de nada intentar cambiar la opinión de Greg sobre política: no va a ceder.
Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω.

ορτσάρω

(náutica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El yate viró.
Το ιστιοφόρο ορτσάρισε.

σβήνω, κλείνω

(coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lección era tan aburrida que me desconecté a los 10 minutos.

μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los refugiados se vieron obligados a canjear sus pertenencias por comida.
Οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να ανταλλάξουν τα προσωπικά τους αντικείμενα για φαγητό.

αλλάζω δέρμα

(de piel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La serpiente está a punto de mudar de piel.

κάνω παράκαμψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La familia se desvió de su camino para visitar la famosa atracción turística.

αλλάζω πορεία

(μεταφορικά)

El gobierno se está desviando a una nueva dirección.

κάνω ελιγμούς

(ναυτιλία)

Tenían el viento en contra, así que los marineros tuvieron que virar el barco para seguir navegando.
Το σκάφος δεν έπλεε στα όρτσα, και γι' αυτό οι ναύτες έκαναν αναστροφή, προκειμένου αυτό να προχωρήσει.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cambio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cambio

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.