Τι σημαίνει το esperar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esperar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esperar στο πορτογαλικά.

Η λέξη esperar στο πορτογαλικά σημαίνει περιμένω, ελπίζω, αναμένω, περιμένω, αναμένω, αναμένω, περιμένω, κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση, υπολογίζω, περιμένω να τελειώσει κτ, αναμένω, περιμένω, ελπίζω, περιμένω, σχεδιάζω, σκοπεύω, περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ, περιμένω, περιμένω, αναμένω, περιμένω, περιμένω, υποδέχομαι, περιμένω, περιμένω κτ, πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτ, περιμένω, περιμένω, είμαι έγκυος σε, περιμένω κπ για κτ, περιμένω, αναμένω, θέλω, βραδυπορώ, φυλάω την παρθενιά μου, κρατάω την παρθενιά μου, είμαι, παίρνω τον χρόνο μου με κτ, ελπίζω σε κτ, περιμένω, περιμένω παιδί, κάθομαι, ως συνήθως, δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω, δεν κρατιέμαι, περιμένω τη σειρά μου, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, ελπίζω για το καλύτερο, περιμένω με ανυπομονησία, περιμένω με αγωνία, περιμένω πολλή ώρα, περιμένω στην ουρά, αξίζω την αναμονή, κάνω κπ να περιμένει, ανυπομονώ, περιμένω ξενυχτώντας, περιμένω στην ουρά, περιμένω με αγωνία, αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτ, περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι, περιμένω, περιμένω, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, δεν περιμένω, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esperar

περιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os resultados ainda não saíram, ainda estou esperando.
Τα αποτελέσματα δεν έχουν βγει, ακόμα περιμένω.

ελπίζω

verbo transitivo (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esperamos que se recupere rapidamente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ελπίζουμε να αναρρώσεις γρήγορα.

αναμένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós podemos esperar chuva hoje na maior parte do país.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Περιμένω (or: πιστεύω) ότι η ομάδα μας θα χάσει ξανά.

περιμένω, αναμένω

(ansiosamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brad esperava ansiosamente pela resposta dela.
Ο Μπραντ με ανυπομονησία περίμενε την απάντησή της.

αναμένω, περιμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia espera problemas na marcha do protesto.
Η αστυνομία περιμένει επεισόδια στη διαδήλωση.

κάνω υπομονή, δείχνω κατανόηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu pedi para eles esperarem enquanto eu verificava os detalhes da reserva.
Τους ζήτησα να κάνουν υπομονή, ενώ έλεγχα τις λεπτομέρειες της κράτησής τους.

υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não esperava me aposentar com 59 anos, mas aqui estou, aposentado!

περιμένω να τελειώσει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναμένω, περιμένω

verbo transitivo (κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O médico esperava os resultados do exame de sangue chegarem na terça, mas eles foram adiados.
Ο γιατρός περίμενε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος να έρθουν την Τρίτη, αλλά άργησαν.

ελπίζω

verbo transitivo (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esperamos ser capazes de mudar de casa antes do fim do ano que vem.
Ελπίζουμε να μπορέσουμε να αλλάξουμε σπίτι πριν το τέλος του επόμενου έτους.

περιμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thea estava esperando a chegada do primo.
Η Τέα περίμενε την ξαδελφή της.

σχεδιάζω, σκοπεύω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu esperava ir com minha irmã, mas ela está doente, então terei que ir sozinha.

περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vamos esperar o escritório abrir.
Θα περιμένουμε να ανοίξει το γραφείο.

περιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
«Μπορώ να μιλήσω στην Καμίλ;» «Περίμενε, να κοιτάξω αν είναι εδώ.»

περιμένω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nada além de terror os esperava no navio.
Στο πλοίο δεν τους περίμενε παρά μόνο τρόμος.

αναμένω, περιμένω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu nunca esperei me aposentar aos 59 anos.
Δεν περίμενα ποτέ να πάρω σύνταξη στα 59.

περιμένω

(estar disponível)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Há táxis esperando na esquina.
Υπάρχουν ταξί που περιμένουν στη γωνία.

υποδέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A família inteira irá esperar nosso voo no aeroporto.
Ολόκληρη η οικογένεια θα υποδεχτεί την πτήση μας στο αεροδρόμιο.

περιμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Espero um pedido de desculpas seu.
Περιμένω μια συγγνώμη από σένα.

περιμένω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O time inglês espera ganhar a partida contra a Suécia.

περιμένω

verbo transitivo (gravidez)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estou esperando um bebê para julho. Minha esposa está esperando gêmeos.
Περιμένω παιδί τον Ιούλιο.

περιμένω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι έγκυος σε

(gravidez)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melinda está esperando gêmeos.
Η Μελίντα περιμένει δίδυμα.

περιμένω κπ για κτ

verbo transitivo (atrasar, esperar por alguém)

Por favor, espere por mim para o almoço. Estarei lá em um momento.
Παρακαλώ καθυστερήστε λίγο το μεσημεριανό μέχρι να έρθω. Θα είμαι εκεί σε λίγο.

περιμένω, αναμένω

(κάτι, να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estou esperando um pacote pelo correio.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Προσμένω με ανυπομονησία τον ερχομό σου.

θέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como seu empregador, eu espero perfeição. esse trabalho não está bom o suficiente!
Ως εργοδότης σου θέλω τελειότητα. Αυτή η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή!

βραδυπορώ

(λόγιος: καθυστέρηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φυλάω την παρθενιά μου, κρατάω την παρθενιά μου

(figurado, virgindade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι

(encontrar-se em uma situação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse empresário espera obter um bom lucro com seu novo produto.

παίρνω τον χρόνο μου με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελπίζω σε κτ

verbo transitivo

Desejamos notícias melhores logo.

περιμένω

(esperar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode aguardar um minuto enquanto verifico esta informação para você?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Παρακαλώ αναμείνατε στο ακουστικό σας.

περιμένω παιδί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Minha mulher está grávida.
Η γυναίκα μου περιμένει παιδί.

κάθομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos ficar esperando aqui até a banda chegar.

ως συνήθως

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν κρατιέμαι

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Nessa hora, na próxima semana, estaremos de folga." "Mal posso esperar!"
«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»

περιμένω τη σειρά μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você deveria esperar a sua vez.
Να περιμένεις τη σειρά σου.

δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mal posso esperar pelo meu aniversário! O dia tem sido tão ruim, mal posso esperar que ele acabe.
Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει.

ελπίζω για το καλύτερο

expressão (ser otimista)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω με ανυπομονησία, περιμένω με αγωνία

(esperar ansiosamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιμένω πολλή ώρα

expressão verbal (passar por longa demora)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιμένω στην ουρά

(fila, esperar na fila)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αξίζω την αναμονή

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Demorou um bom tempo para terminar, mas valeu a pena esperar.

κάνω κπ να περιμένει

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανυπομονώ

expressão verbal (για κτ, να γίνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιμένω ξενυχτώντας

(ficar acordado até alguém chegar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιμένω στην ουρά

(esperar na fila, aguardar na fila)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πρέπει να περιμένετε στην ουρά τη σειρά σας, όπως όλοι οι άλλοι.

περιμένω με αγωνία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτ

locução verbal (problema)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu estou esperando por alguém especial.
Περιμένω κάποιον ξεχωριστό.

περιμένω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Espere um momento e estarei com você em alguns minutos.
Περίμενε σε παρακαλώ, θα είμαι κοντά σου σε δυο λεπτά.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esperamos ansiosamente nossas férias de verão todos os anos.
Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές.

δεν περιμένω

(να γίνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu espero ansiosamente pelo dia em que poderei me dar ao luxo de me aposentar.
Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esperar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.