Τι σημαίνει το estimated στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης estimated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estimated στο Αγγλικά.
Η λέξη estimated στο Αγγλικά σημαίνει εκτιμώμενος, εκτίμηση, εκτίμηση, γνώμη, άποψη, εκτιμώ, υπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, εκτιμώ, εκτιμώμενο εισόδημα, προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, εκτιμώμενη διάρκεια ζωής, εκτιμώμενη ώρα άφιξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης estimated
εκτιμώμενοςadjective (approximate number, amount) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The estimated costs of the renovations were more than we could afford. |
εκτίμησηnoun (calculation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan's estimate of the costs involved in the project was completely wrong. Οι εκτιμήσεις του Νταν για τα έξοδα που συνεπαγόταν το έργο ήταν τελείως εσφαλμένες. |
εκτίμησηnoun (for a job) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The builder gave us an estimate for the renovation work, so at least we know roughly what it might cost. Ο οικοδόμος μας έδωσε μια εκτίμηση για τις εργασίες ανακαίνισης, οπότε τουλάχιστον ξέρουμε περίπου πόσο ενδέχεται να κοστίσει. |
γνώμη, άποψηnoun (opinion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah's estimate of the new trainee's abilities was proved correct when he made mistake after mistake. Η άποψη της Σάρα για τις ικανότητες του νέου ασκούμενου αποδείχθηκε σωστή ενώ εκείνος έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο. |
εκτιμώ, υπολογίζωtransitive verb (value, price: assess) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The valuer estimated the value of the house at £450,000. Ο εκτιμητής υπολόγισε την αξία του σπιτιού στις 450.000 λίρες Αγγλίας. |
υπολογίζω, εκτιμώtransitive verb (measurement: guess) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I estimate the distance from here to the church to be about a mile. Υπολογίζω ότι η απόσταση από δω ως την εκκλησία είναι περίπου ένα μίλι. |
υπολογίζω, εκτιμώverbal expression (judge, assess) (ότι κάτι είναι κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marco estimated his chance of winning to be 30%. Ο Μάρκο υπολόγισε ότι η πιθανότητα να κερδίσει είναι 30%. |
εκτιμώtransitive verb (with clause: judge, guess) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn estimated that his team would lose. Ο Γκλεν εκτίμησε πως η ομάδα του θα έχανε. |
εκτιμώμενο εισόδημαnoun (approximate earnings) I'm budgeting next year's taxes based on estimated income. |
προσδοκώμενη διάρκεια ζωήςnoun (life expectancy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The estimated life of the light bulb is 64 hours. |
εκτιμώμενη διάρκεια ζωήςnoun (figurative (expected duration) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The light bulb has an estimated life of 64 hours. |
εκτιμώμενη ώρα άφιξηςnoun (hour [sb], [sth] is expected to arrive) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estimated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του estimated
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.