Τι σημαίνει το established στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης established στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του established στο Αγγλικά.

Η λέξη established στο Αγγλικά σημαίνει καθιερωμένος, αναγνωρισμένος, καθιερωμένος, θεμελιωμένος, ιδρύω, ιδρύω, καθορίζω, επιβάλλω, δημοσιοποιώ, εξακριβώνω, διαπιστώνω, επίσημα αναγνωρισμένη εκκλησία, εξακριβωμένο, αποδεδειγμένο γεγονός, παλαιός, καθιερωμένος, προκαθορισμένος, καθιερωμένος, παγιωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης established

καθιερωμένος

adjective (order: existing)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
People often accept the established order without question.
Ο κόσμος συχνά αποδέχεται την καθιερωμένη κατάσταση χωρίς αμφισβήτηση.

αναγνωρισμένος

adjective (company)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The bank is happy to lend money to established businesses that are doing well.
Η τράπεζα δανείζει πρόθυμα χρήματα σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις που ευδοκιμούν.

καθιερωμένος, θεμελιωμένος

adjective (proven)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
We have to work on the basis of established knowledge on the subject.
Θα πρέπει να εργαστούμε πάνω στο θέμα με βάση τις αποδεδειγμένες γνώσεις.

ιδρύω

transitive verb (create)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He decided to establish a hospital for sick children.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Κυπριακή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε με τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου.

ιδρύω

transitive verb (install)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chain decided to establish a restaurant in every major city in the US.
Η αλυσίδα αποφάσισε να ανοίξει εστιατόρια σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ.

καθορίζω

transitive verb (make recognized)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
First, they had to establish the rules.
Πρώτα, έπρεπε να καθορίσουν τους κανόνες.

επιβάλλω

transitive verb (make happen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police established order in the city.
Η αστυνομία επέβαλε την τάξη στην πόλη.

δημοσιοποιώ

transitive verb (promulgate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The miner staked out his site, to establish his claim.
Ο μεταλλευτής οριοθέτησε με πασσάλους το οικόπεδό του, για να δημοσιοποιήσει τη διεκδίκησή του.

εξακριβώνω, διαπιστώνω

transitive verb (demonstrate, prove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police had to establish whether the man was dead or if he was just missing.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει πρώτα να αποδειχθεί η ενοχή του και μετά θα του επιβληθεί η κατάλληλη ποινή.

επίσημα αναγνωρισμένη εκκλησία

(religion)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξακριβωμένο, αποδεδειγμένο γεγονός

noun ([sth] proven)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is an established fact that children do better academically in single-sex schools.

παλαιός

adjective (old, long in existence)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθιερωμένος

adjective (long the norm)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

προκαθορισμένος

adjective (form or establish in advance)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καθιερωμένος, παγιωμένος

adjective (existing, proven from long ago)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του established στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του established

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.