Τι σημαίνει το estate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estate στο Αγγλικά.

Η λέξη estate στο Αγγλικά σημαίνει κτήμα, περιουσία, συγκρότημα κατοικιών, station wagon, εργατικές κατοικίες, μεσιτικό γραφείο, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, πώληση περιουσιακών στοιχείων, φόρος κληρονομιάς, στεγαστική ανάπτυξη, βιομηχανικό πάρκο, ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών, ακίνητα, μεσιτικό γραφείο, μεσίτης, κτηματομεσίτης, μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων, υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων, ανάπτυξη ακινήτων, κτηματομεσιτική επιχείρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estate

κτήμα

noun (large property) (μεγάλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Duke and his family live on an estate in the countryside.
Ο Δούκας και η οικογένειά του ζουν σε μία ιδιόκτητη έκταση στην εξοχή.

περιουσία

noun (of deceased person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The will gives precise instructions as to how the estate should be divided between the deceased's surviving relatives.
Η διαθήκη δίνει ακριβείς οδηγίες για το πως θα πρέπει να μοιραστεί η περιουσία ανάμεσα στους εν ζωή συγγενείς του νεκρού.

συγκρότημα κατοικιών

noun (UK (housing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The actor came from humble beginnings, having grown up on an estate in a poor area.
Ο ηθοποιός έχει ταπεινές καταβολές, καθώς μεγάλωσε σε ένα συγκρότημα κατοικιών σε μια φτωχή περιοχή.

station wagon

noun (UK (large automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εργατικές κατοικίες

noun (UK (government-subsidized housing area)

μεσιτικό γραφείο

noun (business that sells property)

It is generally recommended that the vendor of a house use an estate agency to avoid potential legal problems.
Σε όσους θέλουν να πουλήσουν ένα σπίτι, συνιστάται γενικά να το κάνουν μέσω μεσιτικού γραφείου, προκειμένου να αποφύγουν προβλήματα με τον νόμο.

κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια

noun (UK (sells homes, property)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
If you want to be an estate agent, you should first do a course on how to sell property.
Αν θέλεις να γίνεις κτηματομεσίτης, πρέπει πρώτα να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο για τους τρόπους πώλησης ακινήτων.

πώληση περιουσιακών στοιχείων

noun (to dispose of [sb]'s property)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When old Mrs. Hutchinson passed away, her children held an estate sale to sell all the antique furniture she collected.

φόρος κληρονομιάς

noun (tax on property after death)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Creating a trust is a way to avoid estate taxes.

στεγαστική ανάπτυξη

noun (UK (residential development) (ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She lives on one of those anonymous housing estates, full of tiny houses that all look alike.

βιομηχανικό πάρκο

(UK (industrial park)

ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών

noun (privately owned group of homes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ακίνητα

noun (property, land)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The real estate market favors buyers right now.
Η αγορά ακινήτων ευνοεί τους αγοραστές αυτή τη στιγμή.

μεσιτικό γραφείο

noun (office for home buying and selling)

μεσίτης, κτηματομεσίτης

noun (sells homes, property)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The real estate agent showed us a lot of houses before we found the perfect one.
Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι.

μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων

noun (intermediary between buyer and seller)

υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων

noun (person: renovates property)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάπτυξη ακινήτων

noun (renovated building: for sale, rental)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κτηματομεσιτική επιχείρηση

noun (business: property renovation)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του estate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.