Τι σημαίνει το éxito στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης éxito στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του éxito στο ισπανικά.
Η λέξη éxito στο ισπανικά σημαίνει επιτυχία, επιτυχία, επιτυχία, επιτυχία, επίτευξη, μεγάλη επιτυχία, ευκαιρία, επιτυχία, σουξέ, χιτ, σουξέ, χιτ, τα σπάει, επιτυχία, επιτυχία, επιτυχία, σάλος, πάταγος, ντόρος, άπαιχτος, αποτυχημένος, μεγάλος, αποτυχημένος, σίγουρη επιτυχία, αυτοδημιούργητος, από το καλό στο καλύτερο, ανεπιτυχώς, τα καταφέρνω, blockbuster, best seller, μπεστ σέλερ, sold out εκδήλωση, μεγάλη επιτυχία, λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, με την αποδοχή των κριτικών, πολύ επιτυχημένος, κάτι που κάνει πάταγο/επιτυχία/σουξέ, χρυσό εισιτήριο, τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχία, που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλλη, διαρκής απήχηση, σταθερή απήχηση, αμοιβή επιτυχίας, ιστορία επιτυχίας, επιτυγχάνω τελεσφορώ, κάνω αμέσως επιτυχία, καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία, κερδίζω, επιτυγχάνω, πιάνω την καλή, θα φέρω δόξα σε κπ, συνεχίζω δυναμικά, πετυχαίνω, με σίγουρη επιτυχία, αρκετά καλά, χωρίς πιθανότητες επιτυχίας, παλιός, επιτυχημένη θεατρική παράσταση, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου, εκμεταλλευόμενος την επιτυχία κάποιου άλλου, επιτυγχάνω, τα πάω καλά, πετυχαίνω σε κτ, επιτυγχάνω σε κτ, αουτσάιντερ, επιτυχία, αιφνιδιάζω, πετυχαίνω τα πάντα, τα πάω καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης éxito
επιτυχίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El proyecto fue un éxito gracias a que el cliente estaba contento. Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία μιας και ο πελάτης έμεινε ευχαριστημένος. |
επιτυχίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Puedes apreciar su éxito por el tamaño de su casa. Μπορείς να κρίνεις την επιτυχία του από το μέγεθος του σπιτιού του. |
επιτυχίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτυχίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίτευξηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En vez de socializar, él sólo se enfocó en el éxito académico durante toda su carrera escolar. Καθ' όλη τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη σχολική πρόοδο (or: επιτυχία) κι όχι στην κοινωνικοποίησή του. |
μεγάλη επιτυχία(canción) Το «Take me Out» του Φραντς Φέρτιναντ ήταν μια από τις μεγάλες επιτυχίες του 2004. |
ευκαιρίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτυχίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σουξέ, χιτnombre masculino (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La película tuvo mucho éxito entre los adolescentes. Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία στους εφήβους. |
σουξέ, χιτ(τραγούδι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Su nueva canción es un gran éxito. Το νέο του τραγούδι είναι τεράστια επιτυχία. |
τα σπάει(μεταφορικά, αργκό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το νέο τραγούδι τα σπάει. |
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Christina celebró su logro comiéndose un sundae. Η Χριστίνα γιόρτασε την επιτυχία της με ένα παγωτό με γαρνιτούρα. |
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El informe compara los logros profesionales de hombres y mujeres en puestos similares. Η έκθεση συγκρίνει τα επιτεύγματα καριέρας για άνδρες και γυναίκες σε παρόμοιες θέσεις. |
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Finalmente logré la victoria con este nuevo software. Επιτέλους σημείωσα επιτυχία με το νέο λειτουργικό. |
σάλος, πάταγος, ντόρος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Su actuación es un furor, ¡no te la pierdas! Το κωμικό τους νούμερο κάνει πάταγο. Μην το χάσετε! |
άπαιχτος(αργκό, μτφ: τέλειος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Siempre me ha gustado ese programa, ¡pero el último episodio fue excelente! Πάντα μου αρέσει αυτή η σειρά, αλλά το τελευταίο επεισόδιο ήταν άπαιχτο! |
αποτυχημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Los intentos de llegar hasta el conductor en apuros resultaron fallidos. Οι προσπάθειές τους να προσεγγίσουν τους αποκομμένους αυτοκινητιστές ήταν ανεπιτυχείς. |
μεγάλος(επιτυχία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su primer hit exitoso salió en el 2006. Το πρώτο μεγάλο χιτ της το έκανε το 2006. |
αποτυχημένος(άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era fracasada en los negocios así que intentó probar con la docencia. Αποφάσισε να προσπαθήσει να γίνει δασκάλα, επειδή ήταν αποτυχημένη επιχειρηματίας. |
σίγουρη επιτυχία
|
αυτοδημιούργητοςlocución adjetiva (πέτυχε χωρίς βοήθεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από το καλό στο καλύτεροlocución adverbial (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La campaña de ventas sigue con éxito creciente e imparable. Η εκστρατεία μάρκετινγκ που κάναμε πάει από το καλό στο καλύτερο. |
ανεπιτυχώςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
blockbuster(cine) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El éxito de taquilla de este verano trata de extraterrestres que intentan dominar el mundo. Η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία αυτού του καλοκαιριού είναι ένα σενάριο για εξωγήινους που κυβερνούν τον κόσμο. |
best seller, μπεστ σέλερ(voz inglesa) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
sold out εκδήλωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La banda de chicos tuvo otro éxito de taquilla. |
μεγάλη επιτυχία
|
λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με την αποδοχή των κριτικώνlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aunque la obra fue un éxito de crítica, muy poca gente fue a verla. |
πολύ επιτυχημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La exposición fue un gran éxito y atrajo a un gran número de visitantes. |
κάτι που κάνει πάταγο/επιτυχία/σουξέ(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρυσό εισιτήριοlocución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά) |
τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando salió la canción fue un éxito y la banda creyó que serían exitosos de por vida, pero lamentablemente terminaron siendo artistas de un sólo éxito. |
που έγινε επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη, που έγινε επιτυχία από τη μια μέρα στην άλληnombre masculino (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se transformó en un éxito de la noche a la mañana. |
διαρκής απήχηση, σταθερή απήχηση
Esa es la clave para lograr una ventaja competitiva y el éxito permanente. |
αμοιβή επιτυχίας(abogados) (δικηγόρος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιστορία επιτυχίαςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) En clase revisamos historias de éxito de empresas locales. |
επιτυγχάνω τελεσφορώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La torta de chocolate tuvo un éxito bárbaro entre los invitados. |
κάνω αμέσως επιτυχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El programa fue un éxito inmediato. |
καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las reseñas de ese crítico pueden llevar un restaurante nuevo al éxito o al fracaso. |
κερδίζωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La honestidad asegura el éxito en los negocios. |
επιτυγχάνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcanzó el éxito a los 25 años. |
πιάνω την καλήlocución verbal (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me mudé a Hollywood, mi sueño era tener éxito como actriz. |
θα φέρω δόξα σε κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεχίζω δυναμικάlocución verbal |
πετυχαίνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él tuvo éxito manejando un negocio. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος τα κατάφερε. |
με σίγουρη επιτυχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρκετά καλάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
χωρίς πιθανότητες επιτυχίας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παλιός
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
επιτυχημένη θεατρική παράσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Stanley era el jugador más débil pero logró sacar provecho del éxito del equipo en dos campeonatos. |
εκμεταλλευόμενος την επιτυχία κάποιου άλλουlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτυγχάνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La única meta de Amy en la secundaria es tener éxito. |
τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le está yendo bien en su nuevo empleo. Τα πάει καλά στη νέα του δουλειά. |
πετυχαίνω σε κτ
Nunca va a triunfar en los negocios si no se lo toma con seriedad. Δεν θα πετύχει ποτέ στις επιχειρήσεις, αν δεν σοβαρευτεί. |
επιτυγχάνω σε κτ
Alan logró arreglar la silla. |
αουτσάιντερ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La película fue un éxito inesperado y le fue bien en taquilla. |
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nueva obra del productor es un éxito rotundo en West End. |
αιφνιδιάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La película fue un éxito inesperado para todo el mundo. Nadie esperaba que fuese tan popular. |
πετυχαίνω τα πάνταlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πάω καλά(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του éxito στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του éxito
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.