Τι σημαίνει το triunfo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης triunfo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του triunfo στο ισπανικά.

Η λέξη triunfo στο ισπανικά σημαίνει υπερισχύω, επικρατώ, θριαμβεύω, η καλή, πάω μπροστά, τα καταφέρνω, νικώ, υπερνικώ, προχωράω, προχωρώ, πετυχαίνω, φτάνω ψηλά, νικώ, κερδίζω, νικάω, νικώ, κερδίζω, ευημερώ, επισκιάζω, πετυχαίνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά, κερδίζω, νικώ, θρίαμβος, ατού, ατού, νίκη, νίκη, επιτυχία, επιτυχία, νικώ, υπερνικώ, θριαμβεύω, νικώ, κατατροπώνω, πετυχαίνω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης triunfo

υπερισχύω, επικρατώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No hagas caso a sus objeciones insignificantes, tu persistencia triunfará.

θριαμβεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tuvieron un comienzo lento esta temporada pero al final triunfaron.

η καλή

(tener éxito) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se fue a Hollywood y triunfó como estrella de cine.
Πήγε στο Χόλιγουντ, έγινε σταρ του σινεμά και έπιασε την καλή.

πάω μπροστά

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Camilla es una música talentosa que de seguro triunfará.

τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En Hollywood, una nominación al Oscar significa que has triunfado.
Στο Χόλυγουντ, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι ένδειξη ότι τα έχεις καταφέρει.

νικώ, υπερνικώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En las películas de acción los buenos al final siempre triunfan.

προχωράω, προχωρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para triunfar en la vida, debes estar dispuesto a trabajar duro.
Για να πας μπροστά στη ζωή θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να δουλέψεις σκληρά.

πετυχαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella triunfó en muchos campos.

φτάνω ψηλά

(μτφ: πετυχαίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando David consiguió el ascenso pensó que finalmente había triunfado.

νικώ, κερδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esperemos que gane nuestro equipo.

νικάω, νικώ, κερδίζω

(competición)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro equipo ganó.
Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε).

ευημερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El negocio familiar prosperó gracias al trabajo de todos.
Η οικογενειακή επιχείρηση πήγε καλά χάρη στη σκληρή δουλειά όλων.

επισκιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su actuación superó a la del cantante que vino antes que él.
Η ερμηνεία του επισκίασε τον τραγουδιστή πριν από αυτόν.

πετυχαίνω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Phil le fue bien como cofundador de una exitosa compañía de informática.

πετυχαίνω, επιτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tuvo éxito poco después de empezar el trabajo.

πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά

(γίνομαι επιτυχημένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para salir adelante en el mundo de los negocios, debes ser asertivo.
Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός.

κερδίζω, νικώ

(juego)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenemos futbolistas talentosos en nuestro equipo, estoy seguro de que saldremos primeros.

θρίαμβος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El equipo llegó a casa anoche, renovado por su triunfo en Francia.

ατού

nombre masculino (naipes, cartas)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
No tenía un triunfo así que tuve que jugar un trébol.
Δεν είχα ατού οπότε αναγκάστηκα να ρίξω σπαθί.

ατού

nombre masculino (naipes)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Los triunfos son de espadas esta mano, no de corazones.
Τα ατού σε αυτή την παρτίδα είναι τα μπαστούνια και όχι οι κούπες.

νίκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No es el triunfo, es la participación lo que cuenta.

νίκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El entrenador dijo que la victoria de anoche fue fruto de un gran trabajo en equipo.
Ο προπονητής είπε ότι η χθεσινοβραδυνή νίκη ήταν αποτέλεσμα σπουδαίας ομαδικής δουλειάς.

επιτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Finalmente logré la victoria con este nuevo software.
Επιτέλους σημείωσα επιτυχία με το νέο λειτουργικό.

επιτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nueva obra del productor es un éxito rotundo en West End.

νικώ, υπερνικώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A pesar de las dificultades, con tesón consiguió triunfar.

θριαμβεύω, νικώ, κατατροπώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En 1066, los invasores normandos triunfaron sobre los defensores anglosajones de Inglaterra.

πετυχαίνω σε κτ

Nunca va a triunfar en los negocios si no se lo toma con seriedad.
Δεν θα πετύχει ποτέ στις επιχειρήσεις, αν δεν σοβαρευτεί.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του triunfo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.