Τι σημαίνει το explodir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης explodir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του explodir στο πορτογαλικά.

Η λέξη explodir στο πορτογαλικά σημαίνει εκρήγνυμαι, εκρήγνυμαι, εκτοξεύομαι, εκρήγνυμαι, σκάω, πυροδοτώ, ξεσπάω, ξεσπώ, γίνομαι έξαλλος, ακούγομαι πολύ δυνατά, εκρήγνυμαι, εξαγριώνομαι, ξεσπάω, παίρνω φωτιά, ανατινάζω, χαμός, πανικός, εκρήγνυμαι, ανατινάζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παθαίνω προανάφλεξη, παθαίνω αυτανάφλεξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης explodir

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bomba explodiu com um estrondo alto.
Η βόμβα εξερράγη μ' έναν δυνατό κρότο.

εκρήγνυμαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu vi o Hindenburg explodir.

εκτοξεύομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Melhores serviços de saúde e padrões de vida fizeram a população explodir após a Revolução Industrial.
Η βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και του βιοτικού επιπέδου έκανε τον πληθυσμό να εκτοξευτεί μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση.

εκρήγνυμαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard explodiu quando soube o que aconteceu.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O balão de água estourou quando atingiu o chão.
Η νερόμπομπα έσκασε όταν έπεσε στο έδαφος.

πυροδοτώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O operário detonou os carregamentos na mina.

ξεσπάω, ξεσπώ

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul irrompeu em lágrimas quando reviu sua família depois da guerra.
Ο Πωλ ξέσπασε σε κλάματα όταν είδε ξανά την οικογένειά του μετά τον πόλεμο.

γίνομαι έξαλλος

verbo transitivo (figurado: ficar com muita raiva)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ακούγομαι πολύ δυνατά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκρήγνυμαι

(bomba)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bomba explodiu na parte mais cheia da cidade.
Η βόμβα έσκασε στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης.

εξαγριώνομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσπάω

(figurado) (βία, θυμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω φωτιά

(figurado, informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανατινάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os terroristas explodiram uma bomba no saguão do museu.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ομάδα κατεδάφισης σχεδιάζει να ανατινάξει εκείνο το κτίριο.

χαμός, πανικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Papai vai explodir quando descobrir sobre as nossas notas.
Θα γίνει χαμός (or: πανικός) όταν μάθει ο μπαμπάς τους βαθμούς σου.

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuidado, a bomba vai explodir.
Πρόσεξε, η βόμβα θα σκάσει!

ανατινάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A equipe de detonação do exército explodiu a ponte.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão (destruir através de explosão)

παθαίνω προανάφλεξη, παθαίνω αυτανάφλεξη

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ακούσαμε ένα αυτοκίνητο να χτυπάει πειράκια και στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν πυροβολισμός.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του explodir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.