Τι σημαίνει το exposer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exposer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exposer στο Γαλλικά.

Η λέξη exposer στο Γαλλικά σημαίνει εκθέτω, αφήνω κτ εκτεθειμένο, αποκαλύπτω, δείχνω, εκθέτω, παρουσιάζω, εξηγώ, αναλύω, εκθέτω, εκθέτω, εκθέτω, εκθέτω, εκθέτω προϊόντα, προβάλλω, παρατάσσω, βάζω κτ να συμμετάσχει, εκθέτω, παρουσιάζω, μακρηγορώ, τοποθετώ, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, εξηγώ, αναφέρω, εκθέτω, εκθέτω, εκθέτω κπ σε κτ, εκθέτω, αφήνω κτ εκτεθειμένο, υφίσταμαι, υποεκθέτω, αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, εκθέτω κτ στον ατμοσφαιρικό αέρα, εκθέτω στον ήλιο, θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνο, παρουσιάζω, περιγράφω συνοπτικά, λιάζω, αντιπαραβάλλω, παραβάλλω, αναφέρω λεπτομερώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exposer

εκθέτω

verbe transitif (Photographie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le photographe exposa son film un moment afin de lui donner un côté vieilli.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πόση ώρα θα εκθέσουμε ένα φιλμ στο φως καθορίζει και το αποτέλεσμα της τελικής εικόνας.

αφήνω κτ εκτεθειμένο

verbe transitif (Informatique : à un virus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'antivirus d'Erin n'était plus à jour, ce qui exposait son ordinateur aux menaces.

αποκαλύπτω, δείχνω

verbe transitif (son corps,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La robe de Janice dévoile ses épaules.
Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της.

εκθέτω, παρουσιάζω

verbe transitif (une œuvre, un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos dernières créations sont exposées dans la galerie.

εξηγώ, αναλύω

verbe transitif (donner des explications)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pendant le procès pour meurtre, le parquet a exposé minutieusement les charges contre l'accusé.

εκθέτω

verbe transitif (une œuvre d'art)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les curateurs exposèrent les œuvres de Dali au musée.
Ο έφοροι εξέθεσαν τους πίνακες του Νταλί στο μουσείο.

εκθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκθέτω

(une œuvre d'art)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La semaine prochaine, l'artiste exposera ses dernières œuvres à la mairie.
Ο καλλιτέχνης θα εκθέσει τα τελευταία έργα του την επόμενη εβδομάδα στο δημαρχείο.

εκθέτω

verbe transitif (Art)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils vont exposer ses premières peintures dans la galerie le mois prochain.
Θα εκθέσουν τα πρώτα έργα του στην γκαλερί τον επόμενο μήνα.

εκθέτω προϊόντα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous exposons en général au festival des jardins de la ville.
Συνήθως εκθέτουμε τα προϊόντα μας στο φεστιβάλ κήπου του δήμου.

προβάλλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle aime exposer toutes ses porcelaines dans son salon.

παρατάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La couturière exposa les tissus vivement colorés aux yeux du client.

βάζω κτ να συμμετάσχει

verbe transitif (animaux) (σε καλλιστεία ζώων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
David va exposer ses moutons à la foire cette année.

εκθέτω, παρουσιάζω

verbe transitif (une idée)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane a exposé une idée révolutionnaire à propos de l'utilisation de la chrorophylle dans la médecine.

μακρηγορώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τοποθετώ

(une pièce, une exposition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου.

αποκαλύπτω, γνωστοποιώ

(figuré : révéler)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξηγώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peux-tu nous expliquer (or: exposer) les raisons qui t'ont conduit à prendre cette décision ?
Μπορείς να εξηγήσεις, τι σε οδήγησε στην απόφασή σου;

αναφέρω

verbe transitif (communiquer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle lui rapporta (or: exposa) tout que qui avait été décidé pour qu'il soit au courant.

εκθέτω

(κτ/κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'employeur fournissait du matériel de protection à ses employés étant donné que travailler ici les exposait à des produits chimiques nocifs.
Ο εργοδότης προμήθευσε τους εργαζόμενους με προστατευτικό εξοπλισμό καθώς η δουλειά τους εξέθετε σε βλαβερές χημικές ουσίες.

εκθέτω

(Photographie) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim a exposé le film à la lumière.
Ο τζιμ εξέθεσε το φιλμ στο φως.

εκθέτω κπ σε κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom voulait exposer son fils aux réalités de la vie.
Ο Τομ ήθελε να εκθέσει τον γιο του στον πραγματικό κόσμο.

εκθέτω

(καποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son amie a exposé Alison à de mauvaises habitudes.

αφήνω κτ εκτεθειμένο

(Informatique : à un virus) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En cliquant sur la bannière, Fred exposa son ordinateur à un cheval de Troie.

υφίσταμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim a encouru une pénalité pour avoir triché au jeu.
Στον Τζιμ επεβλήθη ποινή γιατί έκλεψε στο παιχνίδι.

υποεκθέτω

verbe transitif (Photographie) (φωτογραφία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιμέτωπος με τον κίνδυνο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les gens qui fument s'exposent à un risque plus grand de cancer.
Όσοι καπνίζουν είναι αντιμέτωποι με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.

εκθέτω κτ στον ατμοσφαιρικό αέρα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκθέτω στον ήλιο

(για επεξεργασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
On a été exposé au risque de graves coups de soleil en travaillant à l'extérieur à midi.

παρουσιάζω

(une idée,...) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laissez-moi vous exposer ma théorie.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη θεωρία μου.

περιγράφω συνοπτικά

(d'une idée, théorie)

Laisse-moi t'exposer les grandes lignes de mon projet.
Άσε με να σου πω σε γενικές γραμμές τις ιδέες μου.

λιάζω

(βάζω κάτι στον ήλιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Étendu de tout son long sur le patio, le chat exposait son ventre au soleil.
Η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο αίθριο και έλιαζε την κοιλιά της.

αντιπαραβάλλω, παραβάλλω

(κάτι με/και κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laissez-moi vous comparer une posture de danse correcte et une posture incorrecte.
Ας δείξω τη σωστή στάση σε σχέση με τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό.

αναφέρω λεπτομερώς

Veuillez exposer en détail tous les problèmes dans ce rapport.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exposer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του exposer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.