Τι σημαίνει το expresar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης expresar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expresar στο ισπανικά.

Η λέξη expresar στο ισπανικά σημαίνει εκφράζω, περνάω, εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, εκφράζω, εκφράζω, δείχνω, εκφράζω, εκφράζω, εκδηλώνω, συμβολίζω, εκφράζω, εκφράζω, διατυπώνω, εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω, θέτω, τολμώ να πω, προμηνύω, τονίζω, εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου, λέω, μιλάω, παίζω με παντομίμα, προφέρω λανθασμένα, λέω λανθασμένα, εκφράζω, μετατρέπω σε ρητό αριθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης expresar

εκφράζω

(επικοινωνώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le es muy difícil expresar sus pensamientos al resto del grupo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σας μεταβιβάζω (or: διαβιβάζω) τους χαιρετισμούς του προέδρου.

περνάω

verbo transitivo (μεταφορικά: μήνυμα, ιδέες, απόψεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Expresó sus ideas prolija y sucintamente.
Μετέφερε τις ιδέες του όμορφα και συνοπτικά.

εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me resulta difícil expresar lo que siento, no encuentro las palabras.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προσπάθησε να εκφράσει την άποψή του, ήταν όμως τόσο μπερδεμένη που κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει.

εκφράζω

verbo transitivo (λέω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él expresó su insatisfacción con el proyecto.
Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το έργο.

εκφράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tus ideas son buenas, pero creo que las podrías expresar mejor. Larry expresó mal sus pensamientos y Daniel se lo tomó para mal.
Οι ιδέες σου είναι καλές, αλλά νομίζω πως θα μπορούσες να τις εκφράσεις καλύτερα. Ο Λάρυ εξέφρασε άσχημα τις σκέψεις του και ο Ντάνιελ προσβλήθηκε.

δείχνω, εκφράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los perros expresan el miedo a través del lenguaje corporal.

εκφράζω, εκδηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algunas personas expresan enojo con sus voces y otras con sus rostros.
Μερικοί άνθρωποι εκφράζουν (or: εκδηλώνουν) τον θυμό τους με τη φωνή τους, άλλοι με το πρόσωπό τους.

συμβολίζω

verbo transitivo (matemáticas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La energía se expresa con el símbolo "e".
Η ενέργεια συμβολίζεται με το γράμμα «e».

εκφράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todo depende de cómo lo quieras expresar. ¿Es barato o poco costoso?
Εξαρτάται από το πως θέλεις να το αποκαλέσεις. Είναι φτηνό ή απλά δεν είναι ακριβό;

εκφράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El senador expresó su oposición a la legislación.

διατυπώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trata de formular tus pensamientos para que los niños puedan entenderlos.

εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre manifestó un desvergonzado desprecio por la autoridad.

θέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando se lo diga a ella, lo pondré de una manera que no la afecte.
Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω.

τολμώ να πω

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los colegas de María aventuraron que su felicidad se debía a un nuevo amor en su vida.
Ο συνάδελφος της Μαίρης μάντεψε ότι η προφανής ευτυχία της οφειλόταν σε μια καινούρια αγάπη στην ζωή της.

προμηνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este augurio presagia grandes cosas para el futuro.

τονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Craig articuló claramente el principal argumento de su discurso.

εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dale luchaba por ir al grano durante el debate.

λέω, μιλάω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No puedo expresar con palabras lo que le debo a mis padres por todo su apoyo.

παίζω με παντομίμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Actué con gestos que manejaba un auto para indicar que quería alquilar un auto.

προφέρω λανθασμένα, λέω λανθασμένα

εκφράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Katherine le resultaba difícil expresar bien sus sentimientos cuando estaba cansada.
Για την Κάθριν ήταν δύσκολο να εκφράσει τα συναισθήματά της όταν ήταν κουρασμένη.

μετατρέπω σε ρητό αριθμό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expresar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.