Τι σημαίνει το exponer στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης exponer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exponer στο ισπανικά.
Η λέξη exponer στο ισπανικά σημαίνει εκθέτω, αφήνω κτ εκτεθειμένο, αποκαλύπτω, δείχνω, διακινδυνεύω, εκθέτω, παρουσιάζω, αποσπώ,εκμαιεύω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταφέρω, θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνο, εξηγώ, αναλύω, εκθέτω, κάνω ρεζίλι, ορίζω, καθορίζω, εκθέτω, εκθέτω, εκθέτω προϊόντα, προβάρω, αποκαλύπτω, καταρρίπτω, αρθρώνω, εκθέτω, διατυπώνω, προβάλλω, παρουσιάζω, εκθέτω, εκθέτω κπ σε κτ, εκθέτω, αφήνω κτ εκτεθειμένο, υποστηρίζω, εκθέτω κτ στον ατμοσφαιρικό αέρα, κάνω λάθος δήλωση, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, αποκαλύπτω, φέρνω στην επιφάνεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης exponer
εκθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El fotógrafo expuso la película mucho tiempo para darle un aspecto desvaído. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το πόση ώρα θα εκθέσουμε ένα φιλμ στο φως καθορίζει και το αποτέλεσμα της τελικής εικόνας. |
αφήνω κτ εκτεθειμένοverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El software antivirus de Erin no estaba actualizado, lo que expuso su ordenador. |
αποκαλύπτω, δείχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El vestido de Janice muestra sus hombros. Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της. |
διακινδυνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estás arriesgando tu vida conduciendo a esa velocidad. Ρισκάρεις τη ζωή σου οδηγώντας με τέτοια ταχύτητα. |
εκθέτω, παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane expuso una idea revolucionaria acerca del uso de la clorofila en medicina. |
αποσπώ,εκμαιεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El orador sabe cómo exponer sus teorías. Ο ομιλητής ξέρει πώς να μεταφέρει τις θεωρίες του. |
θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνοverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Trabajando al aire libre al mediodía nos expusimos al riesgo de coger una severa quemadura de sol. |
εξηγώ, αναλύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante el juicio por asesinato, el ministerio fiscal expuso cuidadosamente los cargos contra el acusado. |
εκθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los conservadores expusieron los cuadros de Dalí en el museo. Ο έφοροι εξέθεσαν τους πίνακες του Νταλί στο μουσείο. |
κάνω ρεζίλι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El marido de Joan se emborrachó y la expuso en frente de otros invitados. Ο σύζυγος της Τζοάν μέθυσε και την έκανε ρεζίλι μπροστά στους άλλους καλεσμένους. |
ορίζω, καθορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La constitución expone los procedimientos de toma de decisión del municipio. |
εκθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El artista expondrá sus obras más recientes la semana entrante en la alcaldía. Ο καλλιτέχνης θα εκθέσει τα τελευταία έργα του την επόμενη εβδομάδα στο δημαρχείο. |
εκθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mes próximo expondrán sus primeros cuadros en la galería de arte. Θα εκθέσουν τα πρώτα έργα του στην γκαλερί τον επόμενο μήνα. |
εκθέτω προϊόνταverbo intransitivo (formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Por lo general exponemos en el festival de jardines del pueblo. Συνήθως εκθέτουμε τα προϊόντα μας στο φεστιβάλ κήπου του δήμου. |
προβάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usemos este maniquí para exponer este suéter. Ας προβάρουμε αυτό το πουλόβερ σε εκείνο το μανεκέν. |
αποκαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La investigación reveló la corrupción de los oficiales de gobierno. |
καταρρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El periódico desmintió las palabras del alcalde. |
αρθρώνω(καθαρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra enunció la palabra con cuidado durante el examen de ortografía. |
εκθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gerencia exhibió la información en el pasillo. Η διεύθυνση ανάρτησε τις πληροφορίες στον διάδρομο. |
διατυπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El presidente manifestó la política en términos claros. Ο πρόεδρος διατύπωσε την πολιτική με ξεκάθαρους όρους. |
προβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gusta exhibir su vajilla en la sala de estar. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Presentó a sus compañeros su plan para incrementar las ventas. |
εκθέτωlocución verbal (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim expuso la película a la luz. Ο τζιμ εξέθεσε το φιλμ στο φως. |
εκθέτω κπ σε κτlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom quería exponer a su hijo al mundo real. Ο Τομ ήθελε να εκθέσει τον γιο του στον πραγματικό κόσμο. |
εκθέτωlocución verbal (καποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El amigo de Alison la exponía a malas costumbres. |
αφήνω κτ εκτεθειμένοlocución verbal (σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al hacer clic en el anuncio emergente, Fred expuso su ordenador a un troyano. |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill Gates expuso sus argumentos para aumentar la ayuda al extranjero. |
εκθέτω κτ στον ατμοσφαιρικό αέρα(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω λάθος δήλωση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συζητώ, κουβεντιάζω, λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El próximo jueves voy a dar una charla sobre (or: dar una charla acerca de) literatura americana. Θα πω για την Αμερικάνικη λογοτεχνία την επόμενη Πέμπτη. Ο πρόεδρος εισήγαγε τον πρώτο ομιλητή, ο οποίος θα συζητούσε για τις αυξήσεις στις τιμές. |
αποκαλύπτω, φέρνω στην επιφάνεια(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los diarios sensacionalistas están constantemente tratando de exponer hechos vergonzosos sobre las celebridades. Τα ταμπλόιντ προσπαθούν συνεχώς να φέρουν στην επιφάνεια δυσάρεστα γεγονότα της προσωπικής ζωής των διασημοτήτων. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exponer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του exponer
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.