Τι σημαίνει το explotar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης explotar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του explotar στο ισπανικά.

Η λέξη explotar στο ισπανικά σημαίνει εκρήγνυμαι, εκρήγνυμαι, σκάω, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εκρήγνυμαι, πυροδοτώ, ξεσπάω, ξεσπώ, σκάω, σκάω, παθαίνω ρήξη, ξεσπάω, ξεσπώ, εκτοξεύομαι, σκάω, σκάβω, εκμεταλλεύομαι, εκρήγνυμαι, καίγομαι, παθαίνω προανάφλεξη, παθαίνω αυτανάφλεξη, καίω, παίρνω φωτιά, φουντώνω, σκάω, εκρήγνυμαι, γίνομαι έξαλλος, εκμεταλλεύομαι, αναξιοποίητος, ανεκμετάλλευτος, κοντεύω να σκάσω, παραμένω σε αχρηστία, δραματοποιώ, μεγαλοποιώ, ανεκμετάλλευτος,αναξιοποίητος, γεμάτος, πραγματοποιώ εκσκαφή με αναβαθμούς, χαμός, πανικός, επωφελούμαι, ωφελούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης explotar

εκρήγνυμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bomba explotó con un gran pum.
Η βόμβα εξερράγη μ' έναν δυνατό κρότο.

εκρήγνυμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bomba explotó en la zona más poblada de la ciudad.
Η βόμβα έσκασε στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El globo de agua explotó al chocar contra el suelo.
Η νερόμπομπα έσκασε όταν έπεσε στο έδαφος.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno trabajó para encontrar maneras de explotar adecuadamente los recursos petrolíferos.
Η κυβέρνηση εργαζόταν για να βρει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της.

εκρήγνυμαι

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard explotó cuando oyó lo ocurrido.

πυροδοτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El trabajador de la construcción explotó las cargas en la mina.

ξεσπάω, ξεσπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul estalló en lágrimas cuando vio a su familia de nuevo tras la guerra.
Ο Πωλ ξέσπασε σε κλάματα όταν είδε ξανά την οικογένειά του μετά τον πόλεμο.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El globo de agua explotó cuando chocó contra la pierna del profesor.
Το μπαλόνι με το νερό έσκασε όταν χτύπησε στο πόδι του δασκάλου.

σκάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pompa de jabón explotó después de unos segundos.
Η σαπουνόφουσκα έσκασε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

παθαίνω ρήξη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Llevaron a Marty al hospital en una ambulancia cuando le explotó el apéndice.
Ο Μάρτι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο όταν έπαθε ρήξη η σκωληκοειδής απόφυσή του.

ξεσπάω, ξεσπώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Explotó cuando le conté lo del auto.
Ξέσπασε όταν της είπα για το αυτοκίνητο.

εκτοξεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una lluvia de balas explotó desde su pistola.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El globo lleno de agua explotó.

σκάβω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ellos explotaron la montaña hasta dejarla seca.
Συνέχισαν να σκάβουν μέχρι να τελειώσει ο χρυσός στο βουνό.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dueño de la mina estaba feliz de escuchar que los obreros estaban explotando una nueva mina.

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καίγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παθαίνω προανάφλεξη, παθαίνω αυτανάφλεξη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Escuchamos un auto petardear y al principio creímos que era un arma.
Ακούσαμε ένα αυτοκίνητο να χτυπάει πειράκια και στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν πυροβολισμός.

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω φωτιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El fuego empezó en la cocina y toda la casa se incendió.

φουντώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiene tan mal genio que se calienta con facilidad.
Είναι τόσο οξύθυμος που θυμώνει εύκολα.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las burbujas de lava reventaron produciendo un olor a azufre.

εκρήγνυμαι

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vi al Hidenburg volar por los aires.

γίνομαι έξαλλος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las corporaciones explotaron a sus empleados sistemáticamente hasta que ellos formaron sindicatos.
Οι εταιρείες εκμεταλλεύονταν συστηματικά τους εργαζομένους τους μέχρι που εκείνοι δημιούργησαν εργατικά σωματεία.

αναξιοποίητος, ανεκμετάλλευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντεύω να σκάσω

locución adjetiva (AR, coloquial) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy por explotar; ¡no puedo esperar a contarte las novedades!

παραμένω σε αχρηστία

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus talentos artísticos han estado en barbecho por demasiado tiempo.

δραματοποιώ, μεγαλοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El informe recurrió al sensacionalismo para hablar de la reunión, había un pequeño conflicto pero no era grave.

ανεκμετάλλευτος,αναξιοποίητος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γεμάτος

(figurado, emoción) (π.χ. γεμάτος χαρά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πραγματοποιώ εκσκαφή με αναβαθμούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμός, πανικός

locución verbal (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Papá va a explotar de rabia cuando vea tus calificaciones.
Θα γίνει χαμός (or: πανικός) όταν μάθει ο μπαμπάς τους βαθμούς σου.

επωφελούμαι, ωφελούμαι

(κάνοντας κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los directores de funeraria inescrupulosos pueden aprovecharse de los afligidos ofreciéndoles solamente las opciones más caras.
Αδίστακτοι εργολάβοι κηδειών επωφελούνται προσφέροντάς στους πενθούντες μόνο τις πιο ακριβές επιλογές.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του explotar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.