Τι σημαίνει το fall in στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fall in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fall in στο Αγγλικά.

Η λέξη fall in στο Αγγλικά σημαίνει στοιχίζομαι, καταρρέω, γκρεμίζομαι, κάνω παρέα με κπ, συμφωνώ με κτ, σχηματίζω ουρά, συμμορφώνομαι, ταιριάζω, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, μείωση αξίας, πτώση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fall in

στοιχίζομαι

phrasal verb, intransitive (military: take ranks) (στρατός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldiers fell in when the whistle blew.
Οι στρατιώτες στοιχίστηκαν όταν σφύριξε η σφυρίχτρα.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

phrasal verb, intransitive (collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The snow was so heavy last year, the roof of the old house fell in.
Η χιονόπρωση ήταν τόσο ισχυρή πέρυσι που κατέρρευσε η οροφή του παλιού σπιτιού.

κάνω παρέα με κπ

(start to associate with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His grades dropped when he fell in with the wrong crowd.

συμφωνώ με κτ

(informal (accept: plan, idea)

She is convinced that everyone will fall in with her plan once they understand it.

σχηματίζω ουρά

verbal expression (people: line up)

συμμορφώνομαι

verbal expression (figurative (person: conform to rule, authority)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω

verbal expression (figurative (idea, etc.: fit, comply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ερωτεύομαι

verbal expression (couple: become infatuated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple fell in love when they were in college.
Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

ερωτεύομαι

verbal expression (become infatuated: with [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gina falls in love every five minutes!

ερωτεύομαι

verbal expression (become infatuated with [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I fell in love with him the very first time we met.

ερωτεύομαι κεραυνοβόλα

verbal expression (become infatuated with a stranger)

As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight.

μείωση αξίας, πτώση

noun (decrease in worth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pound has suffered another fall in value against the dollar.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fall in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fall in

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.