Τι σημαίνει το drip στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drip στο Αγγλικά.

Η λέξη drip στο Αγγλικά σημαίνει σταγόνα, στάξιμο, ορός, στάζω, στάζω, βαρετός, στάζω, καφές φίλτρου, καφετιέρα, ορός, εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας, ρίχνω κτ στάγδην, δίνω κτ σταδιακά, άρδευση με σταγονίδια, λεκάνη συλλογής, δοχείο συλλογής, στεγνώνω στην απλώστρα, στεγνώνω κτ στην απλώστρα, που μπορεί να στεγνώσει στην απλώστρα, ενδοφλέβιος ορός, φλέμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drip

σταγόνα

noun (drop of liquid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A drip hung from the tap for a moment before splashing into the sink.
Μια στάλα κρεμόταν από τη βρύση για μια στιγμή προτού πέσει στον νεροχύτη.

στάξιμο

noun (sound of dripping)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drip of the tap was becoming really irritating.
Το στάξιμο της βρύσης είχε αρχίσει να γίνεται πολύ ενοχλητικό.

ορός

noun (intravenous drug)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Catherine's infection got worse and she ended up in hospital on a drip.
Η μόλυνση της Κάθριν χειροτέρεψε και κατέληξε στο νοσοκομείο με ορό.

στάζω

intransitive verb (water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Water dripped from the tap.
Έσταζε νερό από τη βρύση.

στάζω

intransitive verb (leak in drops)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tap is dripping; I think the washer needs replacing.

βαρετός

noun (figurative, informal (boring person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm not going out with that guy again; what a drip!

στάζω

transitive verb (let fall in drips)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen had fainted, so Simon dripped water on her face.

καφές φίλτρου

noun (coffee: percolated)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I like drip coffee, not instant.
Μ’ αρέσει ο καφές φίλτρου, όχι ο στιγμιαίος.

καφετιέρα

noun (appliance: percolator)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I must buy some more filters for my drip coffee maker.
Πρέπει ν' αγοράσω μερικά φίλτρα για την καφετιέρα μου.

ορός

noun (medical device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The nurse admitted the patient and hooked him up to a drip-feed.

εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας

noun (device supplying liquid)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A drip-feed lubricates the mechanism's moving parts with oil.

ρίχνω κτ στάγδην

transitive verb (feed with liquid)

This part drip-feeds lubricant into the mechanism.

δίνω κτ σταδιακά

transitive verb (UK, figurative (gradually supply [sth])

The police are drip-feeding information about the case to the press in order to not create a panic.

άρδευση με σταγονίδια

(agriculture)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λεκάνη συλλογής

noun (for collecting liquid waste) (για σταγόνες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δοχείο συλλογής

noun (flat vessel to catch drips) (για σταγόνες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στεγνώνω στην απλώστρα

intransitive verb (dry by letting water run off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στεγνώνω κτ στην απλώστρα

transitive verb (dry by letting water run off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που μπορεί να στεγνώσει στην απλώστρα

adjective (able to drip-dry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδοφλέβιος ορός

(medicine)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φλέμα

noun (trickling of mucus into throat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her allergies gave her a postnasal drip that severely irritated her throat.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.