Τι σημαίνει το fall στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fall στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fall στο Αγγλικά.

Η λέξη fall στο Αγγλικά σημαίνει πέφτω, πέφτω, πτώση, φθινόπωρο, πτώση, κλίση, κατωφέρεια, πτώση, πτώση, πέφτω, πτώση, το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ, ολίσθημα, πτώση, άλωση, Πτώση, καταρράκτης, καταρράχτης, πέφτω, πέφτω, πέφτω, τραυματίζομαι, πέφτω, πέφτω, -, πέφτω, εμπίπτω, πέφτω, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, αρπάζω, πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω πάνω σε κπ, κοιμάμαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, εξαφανίζομαι, εγκαταλείπω, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, στρέφομαι, μένω πίσω, μένω πίσω, καταρρέω, πέφτω, πέφτω, αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, στοιχίζομαι, καταρρέω, γκρεμίζομαι, κάνω παρέα με κπ, συμφωνώ με κτ, εμπίπτω σε κατηγορία, κατηγοριοποιούμαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, συναντώ κπ τυχαία, βαρύνω, τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη, πέφτω, λύνω τους ζυγούς, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ, έρχομαι σε ρήξη, σκοντάφτω σε κτ, αποτυγχάνω, ξεκινώ να τρώω, εμπίπτω σε, εμπίπτω σε, περιλαμβάνομαι σε κτ, είμαι μέσα στα όρια, κάνω να πέσει στα μαλακά, διαλύομαι, διαλύομαι, κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, μένω πίσω, παραγκωνίζομαι, είναι πληρωτέο, αποτυγχάνω παταγωδώς, την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ, την πατάω, πέφτω στη δυσμένεια κπ, παραβαίνω, το να πέσω σε δυσμένεια, πέφτω σε δυσμένεια, εύκολο θύμα, αποδιοπομπαίος τράγος, πέφτω με το κεφάλι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ, σχηματίζω ουρά, συμμορφώνομαι, ταιριάζω, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, μείωση αξίας, πτώση, πέφτω μέσα σε, πέφτω σε δυσμένεια, πέφτω στη δυσμένεια κπ, πέφτω σε αχρηστία, πέφτω σε αχρηστία, παίρνω το δρόμο μου, πέφτω, πέφτω από κτ, πέφτω από κτ, πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτ, τυγχάνω αδιαφορίας, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, xάνω την εκτίμηση, ξεσυνηθίζω, χάνω επαφή, πέφτω θύμα, χειμερινό εξάμηνο, δεν ανταποκρίνομαι σε κτ, δεν επαρκώ, κάνω ησυχία, ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω, πέφτει σε εμένα να κάνω κάτι, πέφτω με τα μούτρα σε κάτι, πέφτω στα χέρια κάποιου, πέφτω κάτω από, εναλλακτικός, εναλλακτικό σχέδιο, πτώση, ελάττωση, μείωση, καταφύγιο, ελεύθερη πτώση, ελεύθερη πτώση, ελεύθερη πτώση, καταστρέφομαι, διαλύομαι, σωριάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fall

πέφτω

intransitive verb (come down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I fell from a ladder yesterday. It's autumn and the leaves are falling.
Έπεσα από τη σκάλα χθες. Είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα.

πέφτω

intransitive verb (figurative (abate) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Demand for this product has fallen recently.
Η ζήτηση για αυτό το προϊόν μειώθηκε (or: ελαττώθηκε) πρόσφατα.

πτώση

noun (act of falling) (από ψηλά προς χαμηλά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fall of nuts from the tree makes a loud sound.
Το πέσιμο των καρπών από το δέντρο κάνει έναν δυνατό θόρυβο.

φθινόπωρο

noun (US (autumn) (εποχή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Classes will resume in the fall.
Τα μαθήματα θα ξανά αρχίσουν το φθινόπωρο.

πτώση

noun (decline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fall in prices will harm our profits.
Η πτώση των τιμών θα μειώσει τα κέρδη μας.

κλίση, κατωφέρεια

noun (slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The field is flat except for a fall towards the river.
Το χωράφι είναι επίπεδο, εκτός από μια κλίση (or: κατωφέρεια) κοντά στο ποτάμι.

πτώση

noun (ruin) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is the story of the decline and fall of Richard Nixon.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το βιβλίο περιγράφει την παρακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

πτώση

noun (defeat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wrote a book about the Fall of France in 1940.
Έγραψε ένα βιβλίο για την πτώση της Γαλλίας το 1940.

πέφτω

noun (distance [sth] falls)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river has a fall of about fifty metres.
Το ποτάμι πέφτει από μια απόσταση περίπου πενήντα μέτρων.

πτώση

noun (falling down)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She suffered a bad fall, while horseriding.
Υπέστη μια άσχημη πτώση ενώ έκανε ιππασία.

το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ

noun (uncountable ([sth] hanging down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was enchanted by the fall of her hair on her shoulders.
Μαγεύτηκε από τον τρόπο που έπεφταν τα μαλλιά της στους ώμους της.

ολίσθημα

noun (sinful lapse) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A sinner must confess his fall.
Ένας αμαρτωλός πρέπει να ομολογεί το ολίσθημά του.

πτώση, άλωση

noun (surrender, capture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Odysseus wandered for ten years after the fall of Troy.
Ο Οδυσσέας περιπλανήθηκε για δέκα χρόνια μετά την εκπόρθηση της Τροίας.

Πτώση

noun (Bible)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
In the Bible, the serpent brought on the Fall.
Στη Βίβλο, το φίδι έφερε την πτώση.

καταρράκτης, καταρράχτης

plural noun (waterfall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You can hear the falls from far off.
Ο καταρράκτης (or: καταρράχτης) ακουγόταν από μακριά.

πέφτω

intransitive verb (come to rest) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her gaze fell upon the letter I was writing.
Το βλέμμα της έπεσε στο γράμμα που έγραφα.

πέφτω

intransitive verb (collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The roof fell under the weight of the snow.
Η οροφή κατέρρευσε υπό το βάρος του χιονιού.

πέφτω

intransitive verb (die) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fell in battle, dying like a hero.
Έπεσε στη μάχη, πεθαίνοντας σαν ήρωας.

τραυματίζομαι

intransitive verb (drop wounded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldier fell, and was treated by the medics.
Ο στρατιώτης τραυματίστηκε και τον περιποιήθηκαν οι γιατροί.

πέφτω

intransitive verb (temperature: decline) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Temperatures will fall below freezing tomorrow.
Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο.

πέφτω

intransitive verb (government: lose ability) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The government fell, following a scandal.
Η κυβέρνηση έπεσε μετά το σκάνδαλο.

-

intransitive verb (figurative (become) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She fell ill.
Αρρώστησε.

πέφτω

intransitive verb (figurative (commit a sin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fell from grace after the discovery of his crimes.
Έχασε την υπόληψή του μετά την ανακάλυψη των εγκλημάτων του.

εμπίπτω

intransitive verb (be included)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Their request falls within the scope of our project.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

πέφτω

(figurative (occur on) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My birthday falls on a Saturday this year. The election falls on my birthday.
Τα γενέθλιά μου πέφτουν Σάββατο φέτος. Οι εκλογές πέφτουν ανήμερα των γενεθλίων μου.

επιτίθεμαι σε κτ/κπ

(attack)

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

(eat hungrily) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρπάζω

(opportunity: grab enthusiastically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω πάνω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (find [sth] by chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω πάνω σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (meet [sb] by chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι

phrasal verb, intransitive (figurative (be bored) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνομαι, ελαττώνομαι

phrasal verb, intransitive (diminish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attendance at the church fell away as more and more people moved to the suburbs.

εξαφανίζομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (worries, etc.: disappear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eventually her emotional burdens simply fell away, and she was her old self again.

εγκαταλείπω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As he got older he fell away from the church.

υποχωρώ, οπισθοχωρώ

phrasal verb, intransitive (withdraw, retreat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The general ordered his troops to fall back.

στρέφομαι

(informal, figurative (resort to, rely on) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Whenever I am in trouble, I know that I can always fall back on my friends and family.
Όποτε αντιμετωπίζω δυσκολίες, ξέρω ότι μπορώ πάντα να στραφώ στους φίλους και την οικογένειά μου.

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (figurative (fail to keep up) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If I don't study for two hours every night, I risk falling behind with my class work.
Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου.

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (fail to maintain pace)

The runner started falling behind when he twisted his ankle two miles into the race.

καταρρέω, πέφτω

phrasal verb, intransitive (structure: collapse) (κτίσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The brick wall fell down.
Ο τούβλινος τοίχος έπεσε.

πέφτω

phrasal verb, intransitive (person: trip, slip)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mike fell down and injured his back.
Ο Μάικ έπεσε και χτύπησε την πλάτη του.

αποτυγχάνω

phrasal verb, intransitive (figurative (person: fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many students fall down on this test task.
Πολλοί μαθητές αποτυγχάνουν σε αυτή τη δοκιμασία.

αποτυγχάνω

phrasal verb, intransitive (figurative ([sth]: not succeed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Negotiations for broadcasting the game fell down over the issue of international TV rights.
Οι διαπραγματεύσεις για τη μετάδοση του αγώνα κατέρρευσαν με αφορμή το ζήτημα των διεθνών τηλεοπτικών δικαιωμάτων.

στοιχίζομαι

phrasal verb, intransitive (military: take ranks) (στρατός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldiers fell in when the whistle blew.
Οι στρατιώτες στοιχίστηκαν όταν σφύριξε η σφυρίχτρα.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

phrasal verb, intransitive (collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The snow was so heavy last year, the roof of the old house fell in.
Η χιονόπρωση ήταν τόσο ισχυρή πέρυσι που κατέρρευσε η οροφή του παλιού σπιτιού.

κάνω παρέα με κπ

(start to associate with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His grades dropped when he fell in with the wrong crowd.

συμφωνώ με κτ

(informal (accept: plan, idea)

She is convinced that everyone will fall in with her plan once they understand it.

εμπίπτω σε κατηγορία, κατηγοριοποιούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (be categorized as)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The reform bill falls into the category of well-intentioned but ultimately misguided projects.
Το νομοσχέδιο των μεταρρυθμίσεων εμπίπτει στην κατηγορία των έργων που έχουν καλές προθέσεις αλλά τελικά είναι άστοχα.

ελαττώνομαι, μειώνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (decrease)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Car sales have fallen off during the recession.
Οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης.

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (attack)

The two men fell on their victim as he was walking down the street.
Οι δύο άντρες επιτέθηκαν στο θύμα τους ενώ περπατούσε στον δρόμο.

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (food: eat eagerly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The man fell on the crust of bread as though he had not eaten for days.

συναντώ κπ τυχαία

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (person: greet, embrace)

Derek fell upon his brother and they wept with joy at being reunited.

βαρύνω

phrasal verb, transitive, inseparable (be the obligation of) (λόγιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Responsibility for the project's success or failure ultimately falls on the manager.

τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη

phrasal verb, intransitive (informal (friends: quarrel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They have fallen out and are no longer speaking to each other.
Τσακώθηκαν και δεν μιλιούνται πλέον.

πέφτω

phrasal verb, intransitive (become detached or lost)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I didn't realise my bag was open; my cell phone fell out and smashed.
Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια.

λύνω τους ζυγούς

phrasal verb, intransitive (military: leave ranks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the inspection, the soldiers were ordered to fall out.
Μετά από την επιθεώρηση οι στρατιώτες διατάχθηκαν να λύσουν τους ζυγούς.

τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ

(quarrel because of) (με κπ)

έρχομαι σε ρήξη

(informal (quarrel with: a friend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you do not stop gossiping, all your friends are going to fall out with you.
Αν δεν σταματήσεις το κουτσομπολιό, όλοι σου οι φίλοι θα έρθουν σε ρήξη μαζί σου.

σκοντάφτω σε κτ

phrasal verb, intransitive (person: trip or slip)

He's so clumsy that he fell over his own feet.
Είναι τόσο αδέξιος που σκόνταψε στα ίδια του τα πόδια.

αποτυγχάνω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (be unsuccessful, come to nothing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I thought that the deal would be very profitable for my business, but it fell through at the last minute.
Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή.

ξεκινώ να τρώω

phrasal verb, intransitive (begin to eat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπίπτω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (be categorized within)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπίπτω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (come within control, jurisdiction of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crime of desertion falls under the jurisdiction of the military justice system.

περιλαμβάνομαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (be classified under)

είμαι μέσα στα όρια

phrasal verb, transitive, inseparable (be included in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All of your vital sign readings fall within the normal range for your age.
Όλα τα ζωτικά σου σημεία είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια για την ηλικία σου.

κάνω να πέσει στα μαλακά

verbal expression (lessen impact)

Fortunately, the pillow broke the boy's fall, and he wasn't injured.

διαλύομαι

(physically: into pieces)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cheaply made umbrellas fall apart quickly.
Οι ομπρέλες που φτιάχνονται με φτηνά υλικά διαλύονται γρήγορα.

διαλύομαι

(figurative (emotionally: lose control) (μεταφορικά: χάνω τον έλεγχο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is important not to fall apart when things don't go exactly your way.
Είναι σημαντικό να μην διαλυθείς, όταν τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα θέλεις.

κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι

(go to sleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I lay awake in bed, unable to fall asleep.
Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι ξύπνιος. Ήταν αδύνατο να με πάρει ο ύπνος.

μένω πίσω

(fail to keep up) (μεταφορικά)

The runner fell back after the fourteenth mile of the marathon, when her legs grew tired.

παραγκωνίζομαι

verbal expression (figurative (be abandoned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Generally, all of Imogen's projects fall by the wayside after a month or two; she gets bored too easily.

είναι πληρωτέο

verbal expression (payment, etc.: become due) (χρηματικό ποσό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτυγχάνω παταγωδώς

verbal expression (figurative (fail)

την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ

(informal (be attracted) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is good-looking and smooth: all the women fall for him. Audrey fell for a beautiful pair of shoes she saw in a shop window.
Η Ώντρεϋ ξετρελάθηκε με ένα ζευγάρι παπούτσια που είδε σε μια βιτρίνα.

την πατάω

(informal (be fooled) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The investment scheme promised huge returns, and I fell for it.
Το επενδυτικό σχέδιο υποσχόταν τεράστιες αποδόσεις και την πάτησα.

πέφτω στη δυσμένεια κπ

verbal expression (get into trouble)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Agnes fell foul of her boss when she refused to work overtime.

παραβαίνω

verbal expression (contravene: a law)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John fell foul of the law by neglecting to file a tax return.

το να πέσω σε δυσμένεια

noun (reputation becomes damaged)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rumors about the actor's infidelity triggered his fall from grace.

πέφτω σε δυσμένεια

verbal expression (suffer damaged reputation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once the party got into power and it became clear it would not fulfil its election promises, it fell from grace.

εύκολο θύμα

noun (informal (easy victim)

αποδιοπομπαίος τράγος

noun (informal ([sb] who receives blame)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πέφτω με το κεφάλι

verbal expression (tumble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alex fell head over heels down the mountainside.

ερωτεύομαι

verbal expression (figurative (fall in love)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After knowing him for just two weeks I'd fallen head over heels.

ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά

verbal expression (figurative (fall in love) (κάποιον)

ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά

verbal expression (figurative (fall in love) (κάποιον)

εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ

verbal expression (figurative, informal (be duped)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She's so gullible, she fell for his story hook, line, and sinker.

σχηματίζω ουρά

verbal expression (people: line up)

συμμορφώνομαι

verbal expression (figurative (person: conform to rule, authority)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω

verbal expression (figurative (idea, etc.: fit, comply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ερωτεύομαι

verbal expression (couple: become infatuated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple fell in love when they were in college.
Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

ερωτεύομαι

verbal expression (become infatuated: with [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gina falls in love every five minutes!

ερωτεύομαι

verbal expression (become infatuated with [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I fell in love with him the very first time we met.

ερωτεύομαι κεραυνοβόλα

verbal expression (become infatuated with a stranger)

As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight.

μείωση αξίας, πτώση

noun (decrease in worth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pound has suffered another fall in value against the dollar.

πέφτω μέσα σε

(descend and land in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The young girl was rescued several days after she fell into an uncapped well.
Το νεαρό κορίτσι διασώθηκε αρκετές μέρες αφότου έπεσε μέσα σε ένα ανοιχτό πηγάδι.

πέφτω σε δυσμένεια

verbal expression (earn disapproval)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω στη δυσμένεια κπ

verbal expression (earn [sb]'s disapproval)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The duke fell into disfavor with the queen and was promptly beheaded.

πέφτω σε αχρηστία

verbal expression (become obsolete)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
8-track tape players fell into disuse when cassette recorders appeared.

πέφτω σε αχρηστία

verbal expression (be neglected, fall into disrepair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The house had fallen into disuse before they fixed it up.

παίρνω το δρόμο μου

verbal expression (figurative (happen easily with success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω

(become detached)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
One of the buttons on Chloe's coat had fallen off.
Είχε πέσει ένα από τα κουμπιά στο παλτό της Κλόε.

πέφτω από κτ

(become detached from)

The picture had fallen off the wall.
Η φωτογραφία είχε πέσει από τον τοίχο.

πέφτω από κτ

(slip down from)

The blanket fell off the bed slowly.
Η κουβέρτα έπεσε σιγά σιγά από το κρεβάτι.

πέφτω πάνω σε κτ, πέφτω σε κτ

(eyes: look at [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher's eyes scanned the room and fell on Joshua's nervous face.
Το βλέμμα του δασκάλου σάρωσε την τάξη και έπεσε πάνω στο νευρικό πρόσωπο του Τζόσουα.

τυγχάνω αδιαφορίας

verbal expression (figurative, potentially offensive (be ignored)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Susan was worried that her advice would fall on deaf ears.

αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες

verbal expression (be in financial difficulties)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company fell on hard times and eventually had to close down.

xάνω την εκτίμηση

verbal expression (lose popularity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεσυνηθίζω

verbal expression (no longer do [sth] regularly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I used to go to the gym three times a week, but now I've fallen out of the habit.

χάνω επαφή

verbal expression (lose contact)

πέφτω θύμα

verbal expression (figurative (become a victim of) (με γενική)

The elderly woman fell prey to a conman who convinced her to part with her savings.

χειμερινό εξάμηνο

noun (US (education: autumn term)

My application was too late to begin in the fall semester so I will start in the spring.

δεν ανταποκρίνομαι σε κτ

verbal expression (not be satisfactory)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boy's grades fell short of his father's expectations.
Οι βαθμοί του αγοριού υπολείπονταν των προσδοκιών του πατέρα του.

δεν επαρκώ

verbal expression (not be sufficient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The amount of water in the reservoir falls short of our targets this year.
Η ποσότητα του νερού στη δεξαμενή υπολείπεται σε σχέση με τους φετινούς στόχους μας.

κάνω ησυχία

(become quiet)

The students fell silent when the teacher entered the classroom.

ξεφεύγω, διαφεύγω

verbal expression (figurative (be overlooked or missed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφεύγω

verbal expression (figurative (be overlooked or missed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
All the factors were in place to catch him but somehow he managed to fall through the net.

πέφτει σε εμένα να κάνω κάτι

verbal expression (task: become [sb]'s to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω με τα μούτρα σε κάτι

verbal expression (dive into an activity) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω στα χέρια κάποιου

verbal expression (property: become owned by [sb]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω κάτω από

(drop, tumble beneath)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εναλλακτικός

noun as adjective (informal (backup, used as last recourse)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What is our best fallback option if the band decides to cancel?

εναλλακτικό σχέδιο

noun (alternate plan)

What's our fallback position if this campaign doesn't work either?

πτώση, ελάττωση, μείωση

noun (decrease, decline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταφύγιο

noun (protective bunker) (σε περίπτωση πυρηνικής καταστροφής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελεύθερη πτώση

noun (fall: subject to gravity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The plane went into free fall when both engines stalled.

ελεύθερη πτώση

noun (part of jump: no parachute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Baumgartner is going to perform a free fall from 120,000 feet.

ελεύθερη πτώση

noun (figurative (sharp decline) (μτφ: απότομη πτώση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The global economy went into free fall in the fall of 2008.
Η παγκόσμια οικονομία έκανε ελεύθερη πτώση το φθινόπωρο του 2008.

καταστρέφομαι, διαλύομαι

verbal expression (figurative (lose health)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alvin's health went to pieces as a result of his alcoholism.

σωριάζομαι

noun (person: collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boxer fell in a heap when he was hit in the chin.
Ο μποξέρ σωριάστηκε όταν δέχθηκε χτύπημα στο πηγούνι.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fall στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fall

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.