Τι σημαίνει το fio στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fio στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fio στο πορτογαλικά.

Η λέξη fio στο πορτογαλικά σημαίνει κλωστή, λεπτή στήλη, νήμα, ακτίνα, αχτίδα, κλωστή, κλωστούλα, νήμα, βύσμα, αιχμηρό άκρο, καλώδιο, καλώδιο, τούφα, μερικές σταγόνες, σειρά, ιδέα, σταλιά, σταγόνα, νήμα, συνδεδεμένος, πτυχή, διαγράμμιση, ίνα, κλωστή, μύτη, καλώδιο, νήμα, στρινγκ, τάνγκα, αμβλύτητα, στρινγκ, ραντίζω, χάνω πόντους, ασύρματος, ασύρματος, νηματοειδής, στο τσακ, παρά τρίχα, στο τσακ, για πολλά χρόνια, μετέωρος, επισφαλής, οδοντικό νήμα, μερσεριζέ, κράσπεδο πεζοδρομίου, λάμα του μαχαιριού, οδοντικό νήμα, μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδα, κόψη του μαχαιριού, καλώδιο τηλεφώνου, ειρμός των σκέψεων, ασύρματη σύνδεση, ασύρματο τηλέφωνο, ηλεκτροφόρο καλώδιο, καλώδιο ρεύματος, κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα, σύρμα από χαλκό, πολυεστερική κλωστή, ασύρματο ίντερνετ, ξέφτισμα, ξήλωμα, ακροβατώ, σε κίνδυνο, Wi-Fi, wireless, ιστός αράχνης, κράσπεδο, τερματίζω, διακόπτω, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, παρά τρίχα, γείωση, λίγο, λιγάκι, με μικρή διαφορά, τρύπα, τρύπα, απρόβλεπτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fio

κλωστή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use um fio para amarrar juntas as peças.
Δέσε τα κομμάτια με μια κλωστή.

λεπτή στήλη

substantivo masculino

Um fio de fumaça subiu da lareira.

νήμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia 200 comentários na discussão, então não pude ler todos.

ακτίνα, αχτίδα

substantivo masculino (de luz)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Um fio de luz entrava pelas cortinas.

κλωστή, κλωστούλα

(ένα μόνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maria puxou um fio solto de sua saia.
Η Μαρία μάζεψε μια κλωστούλα από τη φούστα της.

νήμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Marilyn soltou um pouco de fio e começou a tricotar.
Η Μέριλιν έβγαλε λίγο νήμα και άρχισε να πλέκει.

βύσμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αιχμηρό άκρο

substantivo masculino (extremidade de uma lâmina)

καλώδιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Podemos passar os fios sob o tapete.
Περάσαμε τα καλώδια κάτω από το χαλί.

καλώδιο

(cabo elétrico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este fio é muito curto para alcançar o fio elétrico.
Το καλώδιο είναι πολύ κοντό για να φτάσει την πρίζα.

τούφα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paula tirou um fio de cabelo de seu ombro.
Η Πώλα έβαλε μια τούφα μαλλιά πίσω από τον ώμο της.

μερικές σταγόνες

substantivo masculino (salada: azeite)

Acrescente um fio de azeite.
Πρόσθεσε μερικές σταγόνες λαδιού.

σειρά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O colar de Tamsin era um único fio de pérolas.
Το κολιέ της Ταμσίν ήταν μια μονή σειρά μαργαριτάρια.

ιδέα, σταλιά

(medida pequena) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A janela abriu apenas um fio.

σταγόνα

substantivo masculino (figurado) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νήμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνδεδεμένος

(internet) (δημοσίευση στο διαδίκτυο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πτυχή

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há linhas muito diferentes sobre essa história.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές πτυχές σε αυτό το αφήγημα.

διαγράμμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Duane traçou um papel com uma régua bem fina.

ίνα, κλωστή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μύτη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A faca tinha um gume fino que poderia cortar qualquer coisa.
Το μαχαίρι είχε μια λεπτή μύτη που μπορούσε να κόψει οτιδήποτε.

καλώδιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νήμα

substantivo masculino (figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu dei uma olhadinha na TV e rapidamente perdi o fio da meada da nossa conversa.
Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση και γρήγορα έχασα το νήμα της κουβέντας μας.

στρινγκ, τάνγκα

(calcinha ou biquíni)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O homem abriu a porta usando somente uma tanga.
Ο άντρας άνοιξε την πόρτα φορώντας μόνο ένα στρινγκ.

αμβλύτητα

(sem corte, cego)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρινγκ

(figurado: calcinha)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ραντίζω

(salada: azeite) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben pingou vinagre balsâmico nas folhas de manjericão.
Ο Μπεν έριξε μερικές σταγόνες ξύδι βαλσάμικο πάνω στα φύλλα του βασιλικού.

χάνω πόντους

(puxar fio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Minhas meias estão começando a puxar fio.

ασύρματος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Agora é possível ter conexões sem fio entre vários diferentes dispositivos em sua casa.
Πολλές διαφορετικές συσκευές μπορούν πλέον να είναι συνδεδεμένες με ασύρματη σύνδεση στα νοικοκυριά.

ασύρματος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νηματοειδής

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο τσακ, παρά τρίχα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο τσακ

locução adverbial (καθομιλουμένη: κατάφερα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

για πολλά χρόνια

locução adverbial (por muitos anos)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μετέωρος, επισφαλής

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οδοντικό νήμα

μερσεριζέ

(tipo de fio)

κράσπεδο πεζοδρομίου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λάμα του μαχαιριού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδοντικό νήμα

Ο οδοντίατρός μου πάντα μου λέει να χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα μαζί με το βούρτσισμα.

μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόψη του μαχαιριού

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλώδιο τηλεφώνου

(fio que liga o telefone à base)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειρμός των σκέψεων

(sequência de ideias)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ασύρματη σύνδεση

(informática: conexão sem cabos) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασύρματο τηλέφωνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλεκτροφόρο καλώδιο

substantivo masculino

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΑ ΚΑΛΩΔΙΑ. Πάντα να υποθέτεις ότι ένα πεσμένο καλώδιο είναι ηλεκτροφόρο.

καλώδιο ρεύματος

(cabo de energia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα

σύρμα από χαλκό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολυεστερική κλωστή

substantivo masculino (tecido sintético)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασύρματο ίντερνετ

(estrangeirismo, acesso à web sem fio)

ξέφτισμα, ξήλωμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακροβατώ

(informal, estar em situação precária) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σε κίνδυνο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Wi-Fi, wireless

substantivo feminino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O hotel tem internet sem fio?
Το ξενοδοχείο έχει Wi-Fi;

ιστός αράχνης

(κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κράσπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τερματίζω, διακόπτω

(causar um fim abrupto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρά τρίχα

expressão (figurado, por pouco)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η σφαίρα παρά τρίχα δεν πέτυχε τον Ρότζερ, οπότε είναι πολύ τυχερός που είναι ζωντανός.

γείωση

(eletricidade) (ηλεκτρολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πρέπει να θυμηθείς να συνδέσεις σωστά τη γείωση.

λίγο, λιγάκι

(informal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Meu irmão é um tiquinho maior que eu. Julia moveu sua cadeira de roda um pouquinho mais perto da mesa.

με μικρή διαφορά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τρύπα

(desfiar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tem um furo na minha meia calça.
Έχει φύγει ένας πόντος στο καλσόν μου.

τρύπα

substantivo masculino (meia-calça desfiada) (καλσόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A meia-calça da Stacy tinha um fio puxado.

απρόβλεπτος

substantivo masculino (figurado, alguém imprevisível)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Πρόσεχε όταν μιλάς με τον διευθυντή, είναι απρόβλεπτος.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fio στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.