Τι σημαίνει το firme στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης firme στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του firme στο πορτογαλικά.

Η λέξη firme στο πορτογαλικά σημαίνει σκληρός, σταθερός, σταθερός, σταθερός, ακλόνητος, σταθερός, ακλόνητος, αμετάκλητος, σταθερός, ανεπηρέαστος, ευθύς, σταθερός, ίσιος, γερός, πιστός, σφικτός, σταθερός, αυστηρός, ανυπότακτος, σφιχτός, σταθεροποιητικός, σφιχτός, σφιχτός, σταθερός, πάγιος, σταθερός, ακλόνητος, σκληρός, αμετάπειστος, ανένδοτος, σταθερός, γερός, στέρεος, στέρεος, γερός, σταθερός, σταθερός, αποφασισμένος, ακλόνητος, σταθερός, απαρέγκλιτος, αποφασισμένος, πιστός, αφοσιωμένος, βέβαιος, σίγουρος,ακλόνητος, απόλυτος, ακλόνητος, σταθερός, αυστηρός, κρατάω γερά, στη στεριά, στην ξηρά, στην ξηρά,στη στεριά, στη στεριά, αυστηρότητα, στεριά, γερή βάση, ξηρά, στεριά, γη, στεριά, ξηρά, βγαίνω με κάποιον, μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος, μένω σταθερός σε κτ, κρατάω γερά, πατώ γερά στα πόδια μου, ηπειρωτικός, κρατάω γερά, τμήμα της παραλίας που αποκαλύπτεται μόνο κατά την άμπωτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης firme

σκληρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A cama era firme, mas confortável.
Το κρεβάτι ήταν σκληρό, αλλά άνετο.

σταθερός

adjetivo (seguro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta estante não está firme, pode cair a qualquer momento.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μια σταθερή άγκυρα θα συγκρατήσει το πλοίο σε περίπτωση ανεμοθύελλας.

σταθερός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Coloque outro prego para deixar firme.
Βάλε άλλο ένα καρφί για να είναι σταθερό.

σταθερός, ακλόνητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é firme em suas crenças e não está disposto a mudar de ideia.
Είναι σταθερός (or: ακλόνητος) στις πεποιθήσεις του και δεν θα αλλάξει γνώμη.

σταθερός, ακλόνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele esta firme na decisão de deixar a companhia.
Έμεινε σταθερός στην απόφασή του να φύγει από την εταιρεία.

αμετάκλητος

(επίσημο: δεν αλλάζει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele tomou uma decisão firme de ficar em casa e ninguém podia fazê-lo mudar de ideia.
Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να μείνει σπίτι και κανένας δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.

σταθερός

(fisicamente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom verificou se a mesa estava firme antes de subir nela.
Ο Τομ βεβαιώθηκε ότι η καρέκλα είναι σταθερή, πριν ανέβει πάνω της.

ανεπηρέαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευθύς, σταθερός, ίσιος

(direto, firme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γερός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιστός

advérbio (σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você deve continuar firme em seus ideais.
Πρέπει να μείνεις πιστός στα ιδανικά σου.

σφικτός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bata as claras dos ovos até ficarem firmes.
Χτύπα τα ασπράδια του αβγού μέχρι να γίνουν σφικτά.

σταθερός

adjetivo (mão)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A cozinheira cortou a carne com mão firme.

αυστηρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O ditador tinha controle firme das suas forças armadas.

ανυπότακτος

(δεν υποτάσσεται)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σφιχτός

adjetivo (ovo: cozido até firmar) (αυγό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σταθεροποιητικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σφιχτός

adjetivo (seguro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certifique-se de que o nó esteja firme.
Βεβαιώσου πως ο κόμπος θα είναι πολύ σφιχτός.

σφιχτός

adjetivo (músculo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela malha regularmente para manter seus músculos firmes.
Γυμνάζεται τακτικά για να κρατάει τους μύες της σφιχτούς.

σταθερός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não se preocupe com aquela maçaneta - está firme agora.
Μην ανησυχείς για αυτό το χερούλι - είναι σταθερό τώρα.

πάγιος, σταθερός, ακλόνητος

(απόφαση, άποψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η ακλόνητη πίστη του Ρέι στις αρχές της Αριστεράς δεν είχε σβήσει ποτέ.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta cama tem um colchão duro.
Αυτό το κρεβάτι έχει σκληρό στρώμα.

αμετάπειστος, ανένδοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σταθερός, γερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hannah checou se a cadeira estava estável antes de subir nela. Apesar da rachadura grande, a parede está estável.

στέρεος

(fato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A jornalista fez seu trabalho bem e o artigo está baseado em fatos sólidos.

στέρεος, γερός, σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A estante era um móvel sólido.

σταθερός

(relacionamento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Charles e Tamsin têm um casamento sólido.

αποφασισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ακλόνητος, σταθερός

adjetivo (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαρέγκλιτος

(δεν παρεκκλίνει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποφασισμένος

adjetivo (mentalmente forte)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιστός, αφοσιωμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βέβαιος, σίγουρος,ακλόνητος, απόλυτος

adjetivo (figurativo: invulnerável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακλόνητος, σταθερός

adjetivo (atitude, crença)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυστηρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela o encarou de forma bem severa.

κρατάω γερά

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη στεριά, στην ξηρά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην ξηρά,στη στεριά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη στεριά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ήταν μεγάλη ανακούφιση να αποβιβάζεται κανείς από το πλοίο και να πατά το πόδι του πάλι στη στεριά.

αυστηρότητα

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στεριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που επιστρέψαμε στη στεριά μετά την καταστροφική κρουαζιέρα μας.

γερή βάση

(posição segura) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξηρά, στεριά

substantivo feminino (terra firme, terreno seco)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γη, στεριά, ξηρά

(terra seca)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βγαίνω με κάποιον

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω σταθερός σε κτ

(coloquial: permanecer firme) (απόψεις, πεποιθήσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω γερά

(κυριολεκτικά)

πατώ γερά στα πόδια μου

expressão (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μερικές εβδομάδες μετά την ανάληψη της νέας θέσης της, η Έμιλι άρχισε να νιώθει ότι πατούσε γερά στα πόδια της.

ηπειρωτικός

locução adjetiva (num continente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι τιμές στην ηπειρωτική χώρα είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές στο νησί.

κρατάω γερά

(esperar) (μεταφορικά)

τμήμα της παραλίας που αποκαλύπτεται μόνο κατά την άμπωτη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Você pode acessar a margem firme durante a maré baixa.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του firme στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.