Τι σημαίνει το linha στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης linha στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του linha στο πορτογαλικά.

Η λέξη linha στο πορτογαλικά σημαίνει γραμμή, ευθεία, γραμμή, σειρά, αράδα, γραμμή, γραμμή, σειρά, συνοριακή γραμμή, γραμμή, πορεία, γραμμή, γραμμή, σπάγκος, μήνυμα, μηνυματάκι, σημείωμα, γραμμής, σειρά, πτυχή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γραμμή, γραμμές, στρώση από τούβλα, πετονιά, ειρμός, γραμμή, γραμμή, γραμμή, γραμμή, ρίχνω με ευθεία βολή, σκραμ, ακτογραμμή, αεροδιάδρομος, ίχνος, σημάδι, σκληροπυρηνικός, διεύθυνση, εργόχειρο, κεντρική γραμμή, λευκές συσκευές, επιθετικός, μεταφορικό μέσο, όριο, πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος, σκληροπυρηνική στάση, κύρια γραμμή, νικητής, νικήτρια, καλύτερης ποιότητας, με κλωστή, με νήμα, στη διαχωριστική γραμμή, ενδιάμεσα, σε ευθεία γραμμή, με αυτόν τον τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, λεωφορείο, βοηθητική γραμμή, ορίζοντας, ευθεία διαδρομή, τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης, όριο τριχοφυΐας, ίσαλος γραμμή, επίπεδο αναφοράς, γραμμή ημερομηνίας και τόπου προέλευσης, ισοβαρής, όριο αλπικής ζώνης, γραμμές του τράμ, άμυνα, υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψης, όριο πλημμυρίδας, γραμμή, εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων, διαχωριστική γραμμή, διακεκομμένη γραμμή, τελευταία λέξη, επιθετικός, προσβλητικός, γραμμή του πυρός, σειρά διαδοχής, οπτικό πεδίο, τομέας εργασίας, κλάδος εργασίας, όριο επιβίωσης, τέρμα, γραμμή παραγωγής, διαδικασία,σειρά ενεργειών, απευθείας γραμμή επικοινωνίας, γραμμή γηπέδου, πρώτη γραμμή πυρός, πετονιά, γραμμή του φάουλ, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, οριζόντια γραμμή, ορίζοντας, σιδηροδρομική γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, υπαρχηγός, γραμμή του σερβίς, κλωστή ραψίματος, τηλεφωνική γραμμή, ειρμός των σκέψεων, γραμμή μεταφοράς, υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα, γραμμή τρόλεϊ, μικρή διαφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης linha

γραμμή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele desenhou uma linha curva no papel para mostrar a forma.
Σχεδίασε μια καμπύλη γραμμή στο χαρτί για να δείξει το σχήμα.

ευθεία

substantivo feminino (ίσια, χωρίς καμπύλες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trace a linha reta e o círculo no mesmo gráfico.
Σχεδιάστε την ευθεία γραμμή (or: ευθεία) και τον κύκλο στο ίδιο γράφημα.

γραμμή, σειρά, αράδα

substantivo feminino (escrita)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O parágrafo toma dez linhas no livro.
Η παράγραφος πιάνει δέκα γραμμές (or: σειρές) στο βιβλίο.

γραμμή

substantivo feminino (de trem, metrô)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O metrô local tem duas linhas: vermelha e verde.
Το μετρό της περιοχής έχει δύο γραμμές: την κόκκινη και την πράσινη.

γραμμή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta linha de ônibus vai para várias cidades.
Το λεωφορείο αυτής της γραμμής πηγαίνει σε πολλές πόλεις.

σειρά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A empresa tem uma linha de produtos de celulares para consumidores.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η νέα σειρά προϊόντων αναμένεται να μας αποφέρει μεγάλα κέρδη.

συνοριακή γραμμή

substantivo feminino (limite, fronteira)

O limite entre a Coreia do Norte e a do Sul é altamente militarizado.
Η συνοριακή γραμμή (or: συνοριογραμμή) ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα είναι στρατιωτικοποιημένη.

γραμμή

substantivo feminino (telefone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A linha foi desconectada, então eu liguei de volta.
Κόπηκε η γραμμή και την ξαναπήρα τηλέφωνο.

πορεία

substantivo feminino (rota) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siga a linha das montanhas e você chegará à cidade.
Ακολούθησε την πορεία των βουνών και θα βρεθείς στην πόλη.

γραμμή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O novo carro foi admirado por suas belas linhas curvas.
Θαύμασαν το καινούριο αυτοκίνητο για τις ωραίες καμπυλωτές γραμμές του.

γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uma árvore caída na linha atrasou os trens entre Londres e Manchester.

σπάγκος

substantivo feminino (fio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Preciso de uma corda grossa para amarrar esta caixa.
Χρειάζομαι ένα χοντρό σπάγκο, για να δέσω το κουτί.

μήνυμα, μηνυματάκι, σημείωμα

(mensagem curta)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Deixe-me um bilhete na terça-feira e poderemos conversar sobre isto.
Άσε μου ένα μήνυμα (or: μηνυματάκι) την Τρίτη και θα τα πούμε τότε.

γραμμής

(gerente de linha) (αδόκιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vou pedir à minha gerente de linha um conselho antes de falar com o chefe.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por favor, você poderia colocar estes livros em ordem, começando com essa fileira aqui.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να βάλεις αυτά τα βιβλία σε τάξη ξεκινώντας με αυτήν εδώ τη σειρά;

πτυχή

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há linhas muito diferentes sobre essa história.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές πτυχές σε αυτό το αφήγημα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

substantivo feminino

γραμμή

substantivo feminino (γηπέδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As linhas são marcadas com giz branco.

γραμμές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Os trilhos do trem passam perto da casa deles.
Οι γραμμές του τρένου περνάνε κοντά από το σπίτι τους.

στρώση από τούβλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Na construção de casas, os tijolos são colocados em camadas.

πετονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele jogou a linha de pesca na parte mais funda do rio, tentando pegar um peixe.
Έριξε την πετονιά στο βαθύτερο σημείο του ποταμού προσπαθώντας να πιάσει ένα ψάρι.

ειρμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A linha de pensamento dele era consistente com a das autoridades religiosas.
Ο ειρμός των σκέψεών του συνάδει με τις απόψεις των θρησκευτικών αρχών.

γραμμή

(militar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As três linhas de defesa contra o inimigo não os impediu.
Οι τρεις αμυντικές γραμμές κατά του εχθρού δεν ήταν αρκετές για να τον σταματήσουν.

γραμμή

(militar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os soldados avançaram em linhas de combate.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι πιο νέοι στρατιώτες συχνά καταλήγουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

γραμμή

(de montagem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A linha de montagem funciona 24 horas por dia, 7 dias por semana.
Η γραμμή παραγωγής λειτουργεί όλη μέρα, κάθε μέρα.

γραμμή

(futebol americano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele joga na linha de ataque e protege o zagueiro.
Παίζει στην επιθετική γραμμή και προστατεύει τον αμυντικό.

ρίχνω με ευθεία βολή

(beisebol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele acertou a bola no campo central e chegou à primeira base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

σκραμ

(rúgbi: de jogadores amontoados) (ράγκμπι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ακτογραμμή

(linha costeira)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αεροδιάδρομος

(plano)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ίχνος, σημάδι

substantivo feminino (marca do nível da água) (πλημμύρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Εξαιτίας της πλημμύρας, σχηματίστηκε λεκές στον τοίχο από το νερό.

σκληροπυρηνικός

(tradicionalista)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πρέπει να ρωτήσω τη διεύθυνση πριν να δώσω προαγωγή σε κάποιον.

εργόχειρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεντρική γραμμή

(πραγματική ή νοητή)

λευκές συσκευές

(utensílios doméstico)

επιθετικός

adjetivo (militar) (μτφ, στρατιωτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταφορικό μέσο

(meios de transmissão)

όριο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος

adjetivo (política) (μτφ, πολιτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληροπυρηνική στάση

substantivo masculino e feminino (convicto)

κύρια γραμμή

locução adjetiva (relativo à via principal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νικητής, νικήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

καλύτερης ποιότητας

expressão (da melhor qualidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με κλωστή, με νήμα

locução adjetiva (agulha)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη διαχωριστική γραμμή, ενδιάμεσα

locução adverbial (no meio de)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε ευθεία γραμμή

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με αυτόν τον τρόπο, με παρόμοιο τρόπο

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λεωφορείο

substantivo feminino (ônibus) (κλειστής διαδρομής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A câmara municipal mantém uma linha de ida e volta entre o centro da cidade e o cais histórico.
Το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να βάλει ένα λεωφορειάκι από το κέντρο της πόλης στο ιστορικό μουράγιο.

βοηθητική γραμμή

(ferrovia) (σιδηροδρομική)

ορίζοντας

(silhueta dos prédios)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευθεία διαδρομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όριο τριχοφυΐας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ίσαλος γραμμή

substantivo feminino

επίπεδο αναφοράς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γραμμή ημερομηνίας και τόπου προέλευσης

substantivo feminino (menção de lugar e data de uma notícia) (για άρθρο εφημερίδας)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ισοβαρής

(linha no mapa de meteorologia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όριο αλπικής ζώνης

(υψόμετρο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραμμές του τράμ

άμυνα

substantivo feminino (θέση ράγκμπι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A linha média deve estar, no mínimo, a 5 metros da linha de ensaio.

υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψης

substantivo feminino (início da neve numa montanha)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όριο πλημμυρίδας

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γραμμή

substantivo feminino (esportes, parte mais longa do campo) (που οριοθετεί το γήπεδο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχωριστική γραμμή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διακεκομμένη γραμμή

(γραμμή από τελείες σε έγγραφο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελευταία λέξη

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιθετικός, προσβλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γραμμή του πυρός

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σειρά διαδοχής

Συνήθως, ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρίγκιπας είναι ο πρώτος στη σειρά διαδοχής για την άνοδο στο θρόνο. Ο αντιπρόεδρος βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας για το αξίωμα του προέδρου.

οπτικό πεδίο

τομέας εργασίας, κλάδος εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

όριο επιβίωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τέρμα

substantivo feminino (trem, ônibus: última parada)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραμμή παραγωγής

(linha de produção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαδικασία,σειρά ενεργειών

(procedimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απευθείας γραμμή επικοινωνίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O vice-presidente tem uma linha direta de comunicação com o presidente.

γραμμή γηπέδου

(futebol americano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτη γραμμή πυρός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πετονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμμή του φάουλ

(basquetebol)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιοχή γύρω από τα δοκάρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οριζόντια γραμμή

(linha paralela ao horizonte)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορίζοντας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σιδηροδρομική γραμμή

(rota de trem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιδηροδρομική γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιδηροδρομική γραμμή

(rota de trem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπαρχηγός

(substituição de presidente)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γραμμή του σερβίς

(tênis) (τένις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλωστή ραψίματος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφωνική γραμμή

(conexão telefônica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ειρμός των σκέψεων

(sequência de ideias)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γραμμή μεταφοράς

(cabo de energia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nós escalamos o dia inteiro até ficarmos bem acima da linha das árvores. Nós vimos uma águia voando acima da linha das árvores.

γραμμή τρόλεϊ

(χωρίς ράγες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρή διαφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του linha στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του linha

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.