Τι σημαίνει το float στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης float στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του float στο Αγγλικά.

Η λέξη float στο Αγγλικά σημαίνει επιπλέω, πλέω, σωσίβιο, άρμα, φλοτέρ, φλοτέρ, για ρέστα, ρίχνω, πετάω, ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλωτήρας, πλωτήρας, κυμαίνομαι, συζητιέμαι, βρίσκομαι, παρασύρομαι, πετάω μακριά, ποτό με παγωτό, όχημα διανομής γάλακτος, άρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης float

επιπλέω

intransitive verb (bob on surface: of water, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The science teacher showed the students that pumice can float.
Ο καθηγητής της φυσικής έδειξε στους μαθητές πως η ελαφρόπετρα επιπλέει.

πλέω

intransitive verb (drift on wind) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The autumn leaves floated gently to the ground.
Τα φύλλα του φθινοπώρου έπεφταν γλυκά προς το έδαφος.

σωσίβιο

noun (swimming: flotation aid) (συνήθως στρογγυλό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The survivor was found clinging to a float in the ocean.
Ο επιζών βρέθηκε γατζωμένος σε μια σανίδα στον ωκεανό.

άρμα

noun (UK (decorated vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul built one of the floats in the parade.
Ο Πωλ έφτιαξε ένα από τα άρματα στην παρέλαση.

φλοτέρ

noun (on a fishing line)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Karen attached a float to her line to keep the lure from getting trapped on the lake bed.
Η Κάρεν έδεσε ένα φλοτέρ στην πετονιά της για να μην πιαστεί το δόλωμα στον βυθό της λίμνης.

φλοτέρ

noun (device: measures water level)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The gauge used a float to measure the water level.
Ο μετρητής χρησιμοποιούσε ένα φλοτέρ για να μετρά τη στάθμη του νερού.

για ρέστα

noun (UK (shop: money to use as change)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't take all the money from the till to the bank. We need to keep some back for tomorrow's float or we won't be able to give anyone any change!
Μη βάλεις όλα τα λεφτά του ταμείου στην τράπεζα. Πρέπει να κρατήσουμε κάποια για ρέστα, αλλιώς αύριο δεν θα μπορούμε να δώσουμε σε κανένα!

ρίχνω, πετάω

transitive verb (figurative (idea: propose) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agnes floated the idea of working a four-day week and closing the office on Fridays, but her boss wasn't keen.

ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ

(idea: suggest to [sb]) (καθομ, μεταφορικά)

Ron went to his boss to float an idea by him, but he didn't get a meeting.
Ο Ρον πήγε στον προϊστάμενό του για να του πετάξει μια ιδέα, αλλά δεν του έκλεισαν ραντεβού.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (uncountable (finance: currency)

The Federal Reserve keeps track of weekly and seasonal trends in the amount of float.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (figurative (finance: stocks)

The investor didn't have enough float to trade on the market.

πλωτήρας

noun (thing that floats) (σπάνιο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Richard relaxed on a float in the pool.

πλωτήρας

noun (for water landing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The seaplane damaged a float as it landed.

κυμαίνομαι

intransitive verb (figurative (exchange rate: fluctuate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
China doesn't allow its currency to float, but instead ties it to the value of the US Dollar.

συζητιέμαι

phrasal verb, intransitive (idea: widely discussed) (για ιδέα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκομαι

phrasal verb, intransitive (be somewhere unknown)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρασύρομαι

phrasal verb, intransitive (on water: drift off) (από το ρεύμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He didn't tie up the boat properly, so it began to float away.

πετάω μακριά

phrasal verb, intransitive (in air: drift off)

The girl let go of the string and her balloon floated away.

ποτό με παγωτό

noun (cold drink with ice cream) (με ή χωρίς αλκοόλ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όχημα διανομής γάλακτος

noun (UK (dairy delivery vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άρμα

noun (decorated vehicle in a procession) (σε παρέλαση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του float στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.