Τι σημαίνει το flood στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flood στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flood στο Αγγλικά.

Η λέξη flood στο Αγγλικά σημαίνει πλημμύρα, υπερχειλίζω, πλημμυρίζω, πλημμυρίζω, πλημμύρα, ο κατακλυσμός του Νώε, κατακλύζω, πλημμυρίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, κατακυριεύω, πλημμυρίζω, πριν από πολύ καιρό, ξαφνική πλημμύρα, με πλημμυρίζουν, επιστρέφω σωρηδόν, αντιπλημμυρική προστασία, πλημμυρίδα, πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flood

πλημμύρα

noun (water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government sent the military to help save people from the flood.
Η κυβέρνηση έστειλε στρατό να βοηθήσει στην σωτηρία τον ανθρώπων από την πλημμύρα.

υπερχειλίζω

intransitive verb (water, river)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river flooded when the dam broke.
Το ποτάμι υπερχείλισε όταν έσπασε το φράγμα.

πλημμυρίζω

intransitive verb (city, house)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The town flooded when the storm hit.
Η πόλη πλημμύρισε όταν την έπληξε η καταιγίδα.

πλημμυρίζω

transitive verb (water)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spring melt flooded the lake bed.
Το χιόνι που έλιωσε την άνοιξη πλημμύρισε τον πυθμένα της λίμνης.

πλημμύρα

noun (figurative ([sth] in large quantity) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John released a huge flood of words when he finally started talking.

ο κατακλυσμός του Νώε

noun (Biblical disaster)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
According to the Bible story, Noah built an ark to escape the Flood.

κατακλύζω, πλημμυρίζω

transitive verb (figurative (overwhelm) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Customers flooded the business with complaints.

κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζω

phrasal verb, intransitive (figurative (arrive in large quantities) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Complaints flooded in as soon as the comments were broadcast. Help flooded in from all over the world after the disaster struck the city.

κατακλύζω, πλημμυρίζω

phrasal verb, intransitive (literal (water: inundate) (νερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the dam broke, the water began to flood in.

κατακυριεύω, πλημμυρίζω

phrasal verb, intransitive (figurative (memories, emotions: overwhelm [sb]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When he saw the old photos, memories of his childhood began to flood in.

πριν από πολύ καιρό

adverb (figurative (long ago)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξαφνική πλημμύρα

noun (sudden flood of water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After three hours of solid rain there were reports of flash floods from all over the county.

με πλημμυρίζουν

(figurative (memory, experience: be recalled suddenly) (οι αναμνήσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Joan looked at the photo, memories of her childhood flooded back.

επιστρέφω σωρηδόν

(figurative (return in large numbers)

The customers flooded back when the shop re-opened.

αντιπλημμυρική προστασία

noun (measures to prevent flood damage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city council is planning to implement new flood control measures.

πλημμυρίδα

(rising tide)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη

noun (area near river prone to flooding)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flood στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του flood

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.