Τι σημαίνει το fluttered στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fluttered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fluttered στο Αγγλικά.

Η λέξη fluttered στο Αγγλικά σημαίνει φτερουγίζω, ανεμίζω, κυματίζω, φτερουγίζω, πεταρίζω, κουνάω, κουνώ, κύμα, κυματισμός ήχου, πτερυγισμός, φτερουγίζω, πεταρίζω, φτερουγίζω, πεταρίζω, κινούμαι νευρικά, κολπικός πτερυγισμός, τρόπος κολύμβησης με τα πόδια ίσια, βάζω στοίχημα για κτ, εκνευρισμένος, εκνευρισμένα, νευριασμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fluttered

φτερουγίζω

intransitive verb (flap wings)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chicken fluttered down from the top of the chicken coop.
Το κοτόπουλο φτερούγισε προς τα κάτω από την κορυφή του κοτετσιού.

ανεμίζω, κυματίζω

intransitive verb (flap, movement caused by air)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The flag fluttered in the wind.
Η σημαία ανέμιζε στον αέρα.

φτερουγίζω, πεταρίζω

intransitive verb (heart: beat irregularly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jared's heart fluttered when he saw the news.
α

κουνάω, κουνώ

transitive verb (wings: flap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bird fluttered its wings in an attempt to fly away.
Το πουλί κούνησε τα φτερά του σε μια προσπάθεια να πετάξει μακριά.

κύμα

noun (agitation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah felt a flutter of excitement.
Η Σάρα ένιωσε ένα κύμα ενθουσιασμού.

κυματισμός ήχου

noun (audio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sound tech demanded a better tape machine because the old one was causing issues with wow and flutter.

πτερυγισμός

noun (aircraft: vibration)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Flutter can seriously damage and destroy airplanes in the air.

φτερουγίζω, πεταρίζω

phrasal verb, intransitive (flap)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The butterfly fluttered about the flower garden.

φτερουγίζω, πεταρίζω

phrasal verb, intransitive (make small quick movements) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The leaves on the trees would flutter about in the breeze.

κινούμαι νευρικά

phrasal verb, intransitive (figurative (move around nervously)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κολπικός πτερυγισμός

noun (irregular heart rhythm) (ιατρική)

τρόπος κολύμβησης με τα πόδια ίσια

noun (swimming: kick with straight legs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The flutter kick can be used when swimming on your back.

βάζω στοίχημα για κτ

verbal expression (UK, slang (place a bet)

John and Mike had a flutter on the outcome of the elections.

εκνευρισμένος

adjective (informal (agitated, flustered) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After losing several times in a row to weaker players, the chess master found himself in a flutter.

εκνευρισμένα, νευριασμένα

adverb (informal (in an agitated or flustered state) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His kisses always put me in a flutter.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fluttered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.