Τι σημαίνει το flush στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flush στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flush στο Αγγλικά.

Η λέξη flush στο Αγγλικά σημαίνει καζανάκι, τραβάω το καζανάκι, κοκκίνισμα, φλος, ρίχνω νερό, τραβάω το καζανάκι, ρίχνω, πετάω, κοκκινίζω, κοκκινίζω, πλούσιος σε κτ, ευθυγραμμισμένος με κτ, ματσωμένος, ευθυγραμμισμένος, ακριβώς, ευθυγραμμίζομαι, είμαι ευθυγραμμισμένος, στην ευθεία, ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι, ξεπλένω, εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι, τρομάζω, φοβίζω, ξετρυπώνω κτ/κπ από κτ, τραβάω το καζανάκι, έξαψη, με χειροκίνητο χύσιμο νερού, φλος ρουαγιάλ, κέντα-χρώμα, κέντα-φλος, καζανάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flush

καζανάκι

noun (toilet: waste removal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The toilet had a very loud flush; whenever someone got up to use it at night it woke up the entire house.
Η τουαλέτα είχε πολύ θορυβώδες καζανάκι. Κάθε φορά που κάποιος σηκωνόταν και το χρησιμοποιούσε τη νύχτα ξεσήκωνε ολόκληρο το σπίτι.

τραβάω το καζανάκι

noun (action of draining waste)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A good toilet should be able to clear just about anything with one flush.
Μια καλή τουαλέτα θα έπρεπε να απομακρύνει τα πάντα με ένα μόνο τράβηγμα του καζανακίου.

κοκκίνισμα

noun (red face)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could see Tom was embarrassed from the flush spreading over his face.
Καταλάβαινες πως ο Τομ ντροπιάστηκε από το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπό του.

φλος

noun (cards: poker hand)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Amy won the game with a flush.
Η Έιμυ κέρδισε το παιχνίδι με ένα φλος.

ρίχνω νερό

intransitive verb (toilet: remove waste) (το καζανάκι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The toilet won't flush. We'll have to call a plumber.
Δεν λειτουργεί το καζανάκι στην τουαλέτα. Πρέπει να καλέσουμε υδραυλικό.

τραβάω το καζανάκι

intransitive verb (toilet: use flush)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You used the toilet - good boy. Did you remember to flush?
Χρησιμοποίησες την τουαλέτα. Μπράβο σου! Θυμήθηκες να τραβήξεις το καζανάκι;

ρίχνω, πετάω

transitive verb (dispose of: toilet waste) (για να φύγει με το καζανάκι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't flush too much paper down the toilet, you will block it!
Μην ρίχνεις τόσο πολύ χαρτί στην τουαλέτα, θα τη βουλώσεις!

κοκκινίζω

intransitive verb (get a red face)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Roz flushed when Paul paid her a compliment.
Η Ροζ κοκκίνισε όταν ο Πωλ της έκανε μια φιλοφρόνηση.

κοκκινίζω

intransitive verb (face: turn red)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tommy's cheeks flushed when the teacher told him he was a good boy.
Τα μάγουλα του Τόμμυ κοκκίνισαν όταν ο δάσκαλος του είπε πως ήταν καλό παιδί.

πλούσιος σε κτ

(having abundance of [sth]) (μεταφορικά)

ευθυγραμμισμένος με κτ

adjective (level, aligned with)

The hooks should be flush with the wall, otherwise the pictures will not hang properly.

ματσωμένος

adjective (informal (having money) (αργκό: έχει λεφτά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm feeling flush. Let me buy you all a drink!

ευθυγραμμισμένος

adjective (level, aligned)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The kitchen fitter made sure the two work surfaces were flush.

ακριβώς

adverb (hit, punch: squarely) (σε κάτι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Rose hit Paul flush on the chin and he went flying backwards.

ευθυγραμμίζομαι, είμαι ευθυγραμμισμένος

adverb (level, aligned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Check that the cupboard doors close flush once you have fitted the hinges.
Να βεβαιωθείς αν οι πόρτες των ντουλαπιών είναι ευθυγραμμισμένες αφού στερεώσεις τους μεντεσέδες.

στην ευθεία

adverb (hit golf ball: straight) (στο γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι

(wash away with water) (ανάλογα την περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The drug dealer heard the police at the door and quickly ran to the bathroom to flush away the evidence.

ξεπλένω

(run liquid through to clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They had to flush out the sewer pipe to make it drain properly.

εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι

(eliminate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Drinking lots of water helps to flush out toxins.

τρομάζω, φοβίζω

(figurative (scare out, bring to light)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξετρυπώνω κτ/κπ από κτ

verbal expression (figurative (scare out, bring to light) (εντοπίζω, φανερώνω)

Our dog had flushed a deer out of the woods and into the open field.

τραβάω το καζανάκι

verbal expression (lavatory: use flush) (της τουαλέτας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please flush the toilet after you've used it.
Σε παρακαλώ τράβα το καζανάκι μόλις χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα.

έξαψη

noun (often plural (heat: symptom of menopause) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hot flash I had yesterday made me feel feverish, dizzy and tired.

με χειροκίνητο χύσιμο νερού

adjective (toilet: flushed by pouring water in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φλος ρουαγιάλ

noun (five highest playing cards in a suit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κέντα-χρώμα, κέντα-φλος

noun (poker: run of five cards) (πόκερ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καζανάκι

noun (lavatory disposal mechanism)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flush στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.