Τι σημαίνει το flying στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flying στο Αγγλικά.

Η λέξη flying στο Αγγλικά σημαίνει πετάω, πτήση με αεροπλάνο, που πετάει, που κυματίζει, πετάω, πετάω, πετάω, πετώ, μύγα, φερμουάρ, πετάω, πετώ, μεταφέρω αεροπορικώς, μεταφέρω αεροπορικώς, κουλ, δόλωμα, βραχίονας, πτήση, μόνιππο, κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ανεμίζω, τρέχω, φεύγω γρήγορα, περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα, πετώ πάνω από, πετάω πάνω από, φέρω, πετώ, πετάω, καλή αρχή, επίστεγη αντηρίδα, χελιδονόψαρο, νυχτερίδα pteropus, χαμηλή πτήση, ιπτάμενος δίσκος, ιπτάμενος σκίουρος, στιγμιαία εκκίνηση, γρήγορη εκκίνηση, καλή αρχή, σύντομη επίσκεψη, επιτυχημένος, φιλόδοξος, που πετάει ψηλά, που πετά σε χαμηλό ύψος, που δεν πετάει, ούφο, άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο, με άριστα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flying

πετάω

noun (bird, aircraft)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Flying can be scary, which is why some birds have to push their chicks out of the nest to teach them how.
Το πέταγμα μπορεί να είναι τρομακτικό και γι' αυτό πολλά πουλιά πρέπει να σπρώξουν τα μικρά τους έξω από τη φωλιά για να τους διδάξουν πώς γίνεται.

πτήση με αεροπλάνο

noun (person: in an aircraft)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Flying can be frightening for some people.
Το να πετάνε μπορεί να είναι τρομακτικό για μερικούς ανθρώπους.

που πετάει

adjective (airborne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hunter shot the flying duck right out of the air. Many people were hit by flying debris from the blast.
Ο κυνηγός πυροβόλησε την πάπια που πετούσε στον αέρα. Πολλοί άνθρωποι τραυματίστηκαν από τα μπάζα που πετάχτηκαν από την έκρηξη.

που κυματίζει

adjective (waving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soldiers rode through the town with flying flags held above their heads.

πετάω

intransitive verb (move through the air)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can see the birds flying every day.
Μπορείς να δεις πουλιά να πετάνε κάθε μέρα.

πετάω

intransitive verb (travel by plane)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We flew to San Francisco last summer.

πετάω, πετώ

intransitive verb (pilot a plane)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pilot flew often.
Ο πιλότος πετούσε συχνά.

μύγα

noun (insect) (έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fly kept bothering us during our meal.
Η μύγα μας ενοχλούσε διαρκώς κατά τη διάρκεια του γεύματος.

φερμουάρ

noun (clothing: fastening on crotch)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Hey, your fly is down. Zip it up.
Ε, τα μαγαζιά σου είναι ανοιχτά. Κουμπώσου.

πετάω, πετώ

transitive verb (pilot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pilot flew a 747.
Ο πιλότος πετούσε ένα 747.

μεταφέρω αεροπορικώς

transitive verb (transport by plane)

The pilot flew cargo between the two cities.
Ο πιλότος μετέφερε εμπορεύματα αεροπορικώς από τη μια πόλη στην άλλη.

μεταφέρω αεροπορικώς

transitive verb (transport by plane)

The helicopter flew the injured climber to hospital.
Το ελικόπτερο μετέφερε αεροπορικώς τον τραυματισμένο ορειβάτη στο νοσοκομείο.

κουλ

adjective (slang (cool) (καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That guy thinks he's fly in his designer shades.

δόλωμα

noun (bait in fishing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bought a new fly. Let's see if the fish bite when they see it.

βραχίονας

noun (flap on tent) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don't forget to close the fly of the tent after you enter.

πτήση

noun (US, slang (flight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It wasn't a bad fly. I slept through most of it.

μόνιππο

noun (one-horse carriage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

intransitive verb (figurative (move quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am flying through these sample sentences.

ανεμίζω

intransitive verb (flag: be blown by wind)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You could see the flag flying in the wind.

τρέχω

intransitive verb (run away)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He flew out of the room when he remembered his appointment.

φεύγω γρήγορα

intransitive verb (leave quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm sorry to leave you, but I must fly.
Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά πρέπει να βιαστώ.

περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα

intransitive verb (figurative (time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Time flies when you are having fun.

πετώ πάνω από, πετάω πάνω από

transitive verb (travel across by plane)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We flew the continent in less than five hours.

φέρω

transitive verb (flag: raise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fort was flying the British flag.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα πλοία υπό γαλλική σημαία, δεν έχουν άδεια να προσεγγίσουν αυτό το λιμάνι.

πετώ, πετάω

transitive verb (kite: make airborne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's not windy enough today to fly a kite.

καλή αρχή

noun (informal (good start)

επίστεγη αντηρίδα

noun (Gothic arch supporting a wall)

Notre-Dame Cathedral in Paris has impressive flying buttresses.
Ο καθεδρικός της Νοτρ Νταμ στο Παρίσι έχει εντυπωσιακές επίστεγες αντηρίδες.

χελιδονόψαρο

noun (fish: leaps from water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Flying fish leap from the water in order to avoid predators.

νυχτερίδα pteropus

noun (large bat) (ζώο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χαμηλή πτήση

noun (act of flying an aircraft low)

ιπτάμενος δίσκος

noun (informal (unidentified flying object)

ιπτάμενος σκίουρος

noun (animal: gliding rodent)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

στιγμιαία εκκίνηση, γρήγορη εκκίνηση

noun (race: rapid beginning) (σε αγώνες)

καλή αρχή

noun (figurative (favorable beginning)

σύντομη επίσκεψη

noun (brief visit)

Fiona paid her family a flying visit, as she was passing their house on her way to a conference.

επιτυχημένος

adjective (successful, wealthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φιλόδοξος

adjective (with lofty goals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που πετάει ψηλά

adjective (aloft, on high)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που πετά σε χαμηλό ύψος

adjective (flying at low altitude)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People living near the airbase are complaining about the noise produced by low-flying aircraft.

που δεν πετάει

adjective (animal: that does not fly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ούφο

noun (informal, initialism (unidentified flying object) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Roger claims that he once saw a UFO just above the horizon. There have been sightings of UFOs for decades.

άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο

noun (UFO, flying saucer) (ΑΤΙΑ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με άριστα

expression (figurative (pass: brilliantly, extremely well)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Much to their relief, most of the class passed the exam with flying colors.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του flying

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.