Τι σημαίνει το força στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης força στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του força στο πορτογαλικά.

Η λέξη força στο πορτογαλικά σημαίνει αγχόνη, κρεμάλα, λαιμητόμος, γκιλοτίνα, δύναμη, δύναμη, σθεναρότητα, δυναμικότητα, αγχόνη, σθένος, κρεμάλα, δύναμη, ισχύς, δύναμη, αυτός που δίνει τον παλμό σε κτ, -, δυνάμεις, δύναμη, δύναμη, ισχύς, δύναμη, πειστικότητα, δυναμικό, πίεση, δύναμη, δύναμη, δύναμη, ορμή, δύναμη, νεύρο, δύναμη, ισχύς, ισχύς, ενίσχυση, στιβαρότητα, ρώμη, δύναμη, σθεναρότητα, δυναμική, πίεση, συγκριτική δύναμη, κρέας, δύναμη, ισχύς, δυνάμεις, δύναμη, δραστικότητα, ένταση, σφοδρότητα, ενεργητικότητα, ζωτικότητα, θετική σκέψη, μετριοπαθής, βίαια, στραγγαλισμός, ζουρλομανδύας, δύναμη της θέλησης, τακτική στρατιωτική δύναμη, από αμβλύ αντικείμενο, σφίγγω τα λουριά, κινητήρια δύναμη, πυγμή, εργατικό δυναμικό, ειδική ομάδα, σφίγγω τα λουριά, ανοίγω, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, αποφασιστικότητα, κοπανάω, χτυπάω, αντοχή σε θλίψη, αναγκαία, με πλήρη ισχύ, με τη βία, με το ζόρι, πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, του σκοτωμού, σαν τρελός, πρόσω ολοταχώς, Κουράγιο!, θηλιά, θέληση, δύναμη, ψυχή, αστυνομία, πιλότος πολεμικής αεροπορίας, πολεμική αεροπορία, θέληση, ωμή βία, σωματική δύναμη, ανωτέρα βία, δύναμη αδράγματος, γραπώματος, εθελοντικός στρατός, ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότητα, το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο, κινητήρια δύναμη, ένταση τεντώματος, τάνυση, άβουλος άνθρωπος, εργατικό δυναμικό, αστυνομικό σώμα, ομάδα πωλητών, διοικητής αεράμυνας, θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη, πλήρης ισχύς, βαρυτική έλξη, εσωτερική δύναμη, μόνιμος στρατός, δομική αντοχή, υπερδύναμη, υπερφυσική δύναμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης força

αγχόνη, κρεμάλα, λαιμητόμος, γκιλοτίνα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A forca foi erguida do lado de fora do tribunal.

δύναμη

(potência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele usou o machado com muita força, separando o tronco com um único golpe.
Χειρίστηκε τη βαριοπούλα με μεγάλη δύναμη, και έσχισε το κούτσουρο με ένα χτύπημα.

δύναμη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este elevador tem muita força e pode erguer um caminhão pesado.
Ο ανελκυστήρας έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί να σηκώσει ένα βαρύ φορτηγό.

σθεναρότητα, δυναμικότητα

substantivo feminino (impacto, força física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγχόνη

substantivo feminino (histórico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σθένος

substantivo feminino (produz efeito)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεμάλα

(figurado, pena de morte)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύναμη

substantivo feminino (entidade poderosa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muita gente acha que a religião é uma força do bem no mundo.
Πολλοί πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι μια δύναμη καλού στον κόσμο.

ισχύς

substantivo feminino (característica positiva) (μόνος ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A força da economia reduziu o desemprego.
Η ισχύς της οικονομίας μείωσε την ανεργία.

δύναμη

substantivo feminino (habilidade para fazer cumprir) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O governo não tinha força para passar a lei.
Η κυβέρνηση δεν είχε τη δύναμη να εφαρμόσει τον νόμο.

αυτός που δίνει τον παλμό σε κτ

substantivo feminino (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por 20 anos, ele foi a força dessa pequena comunidade.

-

(grupo militar)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
As forças armadas do nosso país incluem o exército e a força aérea.
Ο στρατός της χώρας μας περιλαμβάνει τον στρατό ξηράς και την αεροπορία.

δυνάμεις

substantivo feminino (militar, tropa)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A força militar desembarcou na ilha e restaurou a ordem.
Στρατιωτικές δυνάμεις προσγειώθηκαν στο νησί και επανέφεραν την τάξη.

δύναμη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele não tinha mais força nele.

δύναμη

substantivo feminino (militar) (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O exército usou força esmagadora para derrotar o inimigo.

ισχύς

substantivo feminino (física) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Na física, força é uma medida de transferência de energia durante um período de tempo.

δύναμη

substantivo feminino (compulsão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alguma força está me levando a telefonar para ele.

πειστικότητα

substantivo feminino (persuasão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seu argumento teve muita força.

δυναμικό

substantivo feminino (grupo de pessoas) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A força de vendas da empresa fez um ótimo trabalho este ano.

πίεση

substantivo feminino (figurado, resistência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O metal não suportou a força e acabou quebrando.

δύναμη

(apoio moral)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meus filhos me deram grande força nesse momento difícil.

δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A força do público mostrou que a causa tinha apoiadores.

δύναμη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você não está nadando rápido o bastante para quebrar o recorde. Ponha força nisso.

ορμή

substantivo feminino (gíria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύναμη

substantivo feminino (física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A força (or: ação) do vento fez a bola cair na lateral.
Η δύναμη του ανέμου ανάγκασε την μπάλα να πέσει προς το πλάι.

νεύρο

substantivo feminino (μεταφορικά: πηγή δύναμης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δύναμη, ισχύς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tendo força maior, o exército maior foi capaz de derrotar a milícia menor.

ισχύς

substantivo feminino (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Δεν έχει μείνει ισχύς στην μπαταρία.

ενίσχυση

(fortificador)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στιβαρότητα

(figurativo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Νταν δεν αμφέβαλλε ποτέ για το πόσο δυνατή είναι η σχέση του με τον Τομ.

ρώμη, δύναμη, σθεναρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυναμική

(figurado, informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O projeto do Tomás tinha muito embalo que ele não queria perder.
Το πρότζεκτ του Τομ είχε μεγάλη δυναμική την οποία δεν ήθελε να χάσει.

πίεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fundação do prédio ruiu com o peso.
Τα θεμέλια του κτιρίου κατέρρευσαν από την πίεση.

συγκριτική δύναμη

(de preços)

O poder do preço do óleo causou muitos problemas aos motoristas.

κρέας

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele é um homem forte. Ele tem mais músculos que o super-homem.

δύναμη, ισχύς

(σθένος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O carrou perdeu toda a potência.
Αυτό το αυτοκίνητο έχασε όλη του τη δύναμη (or: ισχύ).

δυνάμεις

(divindade)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Que os poderes celestiais te deem vida longa.

δύναμη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele ganhou sua força indo à academia todo dia.
Έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη πηγαίνοντας στο γυμναστήριο κάθε μέρα.

δραστικότητα

substantivo feminino (φαρμάκου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η δραστικότητα είναι υπερβολικά μεγάλη για παιδική δόση.

ένταση, σφοδρότητα

substantivo feminino (poder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η καταιγίδα έφτασε τη μέγιστη έντασή της λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

ενεργητικότητα, ζωτικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θετική σκέψη

(ideia otimista ou feliz)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μετριοπαθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βίαια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στραγγαλισμός

substantivo feminino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζουρλομανδύας

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δύναμη της θέλησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τακτική στρατιωτική δύναμη

(militar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

από αμβλύ αντικείμενο

(περιγραφή τραύματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφίγγω τα λουριά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η πόλη σφίγγει τα λουριά απέναντι στη βία των συμμοριών.

κινητήρια δύναμη

(figurado) (μεταφορικά)

πυγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando Jeremy disse que não poderia fazer isso, Linda sugeriu que ele teria que criar coragem.
Όταν ο Τζέρεμυ είπε πως δε μπορούσε να το κάνει, η Λίντα του συνέστησε να βρει τα κότσια.

εργατικό δυναμικό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Os trabalhadores do país precisam aumentar para bancar uma população em envelhecimento.

ειδική ομάδα

substantivo feminino

O prefeito formou uma força-tarefa para erradicar a prostituição das ruas da cidade.
Ο δήμαρχος δημιούργησε μια ειδική ομάδα για να εξαλείψει την πορνεία από τους δρόμους της πόλης.

σφίγγω τα λουριά

(καθομ, μτφ: με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοπανάω, χτυπάω

(figurado, informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντοχή σε θλίψη

(construção: estabilidade de um suporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγκαία

locução adverbial (necessariamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με πλήρη ισχύ

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με τη βία, με το ζόρι

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ γρήγορα, του σκοτωμού

(em grande velocidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

του σκοτωμού, σαν τρελός

(muito rápido, veloz)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόσω ολοταχώς

(trem: na velocidade máxima)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Κουράγιο!

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

θηλιά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέληση

(αποφασιστικότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η θέληση από μόνη της συνήθως δεν αρκεί για να ξεπεράσει κανείς τον εθισμό.

δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχή

(que dá vida, energia) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυνομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιλότος πολεμικής αεροπορίας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πολεμική αεροπορία

substantivo feminino

Ian entrou na força aérea assim que alcançou a idade adequada.
Η Γαλλία έχει μεγαλύτερη πολεμική αεροπορία από το Ηνωμένο Βασίλειο.

θέληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωμή βία

σωματική δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανωτέρα βία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύναμη αδράγματος, γραπώματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εθελοντικός στρατός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο

(vantagem)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κινητήρια δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένταση τεντώματος, τάνυση

(força necessária para puxar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άβουλος άνθρωπος

(alguém sem força de vontade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργατικό δυναμικό

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αστυνομικό σώμα

(equipe de policiais)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομάδα πωλητών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοικητής αεράμυνας

(ένοπλες δυνάμεις)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη

πλήρης ισχύς

(força física máxima)

βαρυτική έλξη

(força de gravidade)

εσωτερική δύναμη

substantivo feminino

μόνιμος στρατός

(militar: forças armadas permanentes)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δομική αντοχή

(estabilidade)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπερδύναμη

(força física extraordinária)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπερφυσική δύναμη

(habilidade mágica ou oculta)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του força στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.