Τι σημαίνει το puxar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης puxar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του puxar στο πορτογαλικά.

Η λέξη puxar στο πορτογαλικά σημαίνει τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, βγάζω κτ από κτ, πατάω, πατώ, πιέζω, σέρνω, τραβάω απότομα, τραβάω, τραβώ, τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα, τραβάω κπ/κτ προς το μέρος μου, ψαρεύω, -, τραβώ, έλκω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, εκπαιδεύω, μαθαίνω, σπρώχνω, σέρνω, τραβάω, τραβώ, τραβάω κπ/κτ από κτ, βγάζω κπ/κτ από κτ, σηκώνω, ανεβάζω, σηκώνω απότομα, αρχίζω να παίζω, τραβάω απότομα, αποσπώ με τη βία, κατεβάζω, μοιάζω σε κπ, σέρνω, κερδίζω την εύνοια κπ, αναφέρω, κερδίζω την εύνοια, κολακεύω, χάνω πόντους, λυγίζω, τραβάω το σπαθί μου, τραβάω το ξίφος μου, τραβάω το λουρί, πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα, τραβάω, τραβώ, καλοπιάνω, κολακεύω, τραβάω κτ μέσα, παίρνω κτ μέσα, τερματίζω, διακόπτω, γλείφω, είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω, τραβώ, γλείφω, τραβάω, γλείφω, τραβάω το καζανάκι, πιέζω επίμονα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης puxar

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele puxou o computador em sua direção.
Τράβηξε τον υπολογιστή προς το μέρος του.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A menina puxou o casaco do pai dela.
Τράβηξε το παλτό του πατέρα της.

τραβάω, τραβώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não pare de puxar, mesmo se ficar cansado.

βγάζω κτ από κτ

verbo transitivo

A secretária tirou o arquivo do armário.
Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι.

πατάω, πατώ, πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aperte o gatilho com firmeza.
Τράβα δυνατά τη σκανδάλη.

σέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul puxou um veado que ele alvejou para seu carro.
Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του.

τραβάω απότομα

verbo transitivo (rapidamente)

Sean puxou o papel da impressora.
Ο Σον τράβηξε απότομα το χαρτί από τον εκτυπωτή.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (com ímpeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O barco estava puxando um bote.
Το καράβι έσερνε μια σωστική λέμβο.

τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα

τραβάω κπ/κτ προς το μέρος μου

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψαρεύω

verbo transitivo (da água)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

-

verbo transitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quando o peixe morder a isca, puxe o mais rápido que puder.
Όταν πιαστεί το ψάρι στο αγκίστρι, μάζεψε την πετονιά όσο πιο γρήγορα μπορείς.

τραβώ, έλκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily puxou a porta, mas ela não abria.
Η Έμιλι τράβηξε την πόρτα, αλλά δεν άνοιγε.

τραβάω, τραβώ

(com força) (απότομα, με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puxa uma cadeira que vou te mostrar minhas fotos das férias.
Φέρε μια καρέκλα και θα σου δείξω τις φωτογραφίες από τις διακοπές μου.

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom puxou a corda e o carregamento começou a subir no ar.
Ο Τομ τράβηξε στο σκοινί και το φορτίο άρχισε να ανεβαίνει.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O animal puxou contra a corda.
Το ζώο τραβούσε το σχοινί.

τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O caminhão é forte o suficiente para puxar um trailer de uma tonelada.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (cortinas) (τις κουρτίνες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todas as noites puxam as cortinas.

εκπαιδεύω, μαθαίνω

verbo transitivo (guiar a planta numa direção) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puxei a hera para crescer na parede.

σπρώχνω

verbo transitivo (auxiliado por vara) (με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hilary puxou o bote pelo rio.

σέρνω, τραβάω, τραβώ

verbo transitivo (com esforço) (δεν το σηκώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω κπ/κτ από κτ, βγάζω κπ/κτ από κτ

verbo transitivo

Jeremy alcançou e puxou a criança do lago.

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will sungou suas calças antes de entrar na entrevista.
Ο Γουίλ σήκωσε το παντελόνι του πριν μπει στο δωμάτιο για τη συνέντευξη.

σηκώνω απότομα

αρχίζω να παίζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A orquestra começou a tocar uma valsa alegre.
Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο βαλς.

τραβάω απότομα

αποσπώ με τη βία

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sempre baixo as persianas à noite.

μοιάζω σε κπ

Muitas pessoas dizem que a Maria se parece com a avó dela. O Sam realmente se parece com o pai.
Πολλοί λένε ότι η Μαρία μοιάζει με τη γιαγιά της.

σέρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O avião estava arrastando um grande letreiro.
Το αεροπλάνο έσερνε ένα μεγάλο πανό.

κερδίζω την εύνοια κπ

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não é boa ideia mencionar política com minha família.
Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου.

κερδίζω την εύνοια

(με γενική: κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολακεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim tentou lisonjear o chefe dele.
Ο Τιμ προσπάθησε να κολακεύσει το αφεντικό του.

χάνω πόντους

(puxar fio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Minhas meias estão começando a puxar fio.

λυγίζω

(BRA, aeronáutica) (έλεγχος κλίσης αεροσκάφους: φτερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω το σπαθί μου, τραβάω το ξίφος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω το λουρί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα

(começar a conversar com) (με κάποιον, σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω, τραβώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doris puxou a cortina para trás e espiou pela janela.
Η Ντόρις έκανε στην άκρη την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

καλοπιάνω, κολακεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tentou bajular o chefe na esperança de conseguir um dia a mais de folga. Pare de tentar me bajular e diga logo o que quer.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κάποιοι μαθητές γλείφουν τους καθηγητές τους για να πάρουν καλούς βαθμούς.

τραβάω κτ μέσα, παίρνω κτ μέσα

expressão verbal (onda: puxar para baixo d'água)

τερματίζω, διακόπτω

(causar um fim abrupto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γλείφω

(gíria) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω

verbo transitivo

Você só conseguiu aquela promoção porque puxou o saco do o chefe.
Πήρες αυτή την προαγωγή γιατί έγλυψες το αφεντικό.

τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela o puxou de lado e teve uma conversa em voz baixa sobre o comportamento dele.
Τον τράβηξε στην άκρη και έκαναν μια ήρεμη κουβέντα για τη συμπεριφορά του.

γλείφω

(BRA, figurado, informal, pejorativo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não aguento a Kate; ela está sempre puxando o saco.
Δεν αντέχω την Κέιτ· συνέχεια γλείφει κάποιον.

τραβάω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando puxei a cortina para trás, a luz do sol inundou o quarto.
Όταν τράβηξα τις κουρτίνες, το φως του ηλίου πλημμύρισε τον χώρο.

γλείφω

(figurado, informal, pejorativo) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

O homem puxa o saco do seu chefe porque quer um aumento.
Ο τύπος γλείφει το αφεντικό του, επειδή θέλει αύξηση.

τραβάω το καζανάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você usou a privada! Bom menino! Você lembrou de dar descarga?
Χρησιμοποίησες την τουαλέτα. Μπράβο σου! Θυμήθηκες να τραβήξεις το καζανάκι;

πιέζω επίμονα

Max puxou a maçaneta repetidamente tentando desesperadamente abrir a porta.
Ο Μαξ πίεσε επίμονα το χερούλι, προσπαθώντας απελπισμένα να ανοίξει την πόρτα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του puxar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.