Τι σημαίνει το muito στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης muito στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του muito στο πορτογαλικά.

Η λέξη muito στο πορτογαλικά σημαίνει πολύ, πολύ, πολύ, πολύ, έντονα, πάρα πολύ, πάρα πολύ, πολλοί, πραγματικά, υπερβολικά, εντελώς, πολύς, μακριά, πολύ, πολύ, απίστευτος, συχνά, φοβερά, απίστευτα, πάρα, πολύ, πολύς, πολύ, πάρα πολύ, πολύ, -, πολύ, τέρμα, πραγματικά, αληθινά, τρελός, πολύ, πολύ, πολύ, άσχημα, τρελά, πολύς, πολύς, σε μεγάλο βαθμό, πολύ, πολύ, πάρα πολύ, πολύ, κατά, πέρα από, μακριά από, απίστευτα, αφάνταστα, αρκετά, ιδιαίτερα, πολύ, -, αρκετά, πολλοί, αρκετά, που να πάρει, μεγάλος, πραγματικά, πολύ, σκληρά, απίστευτα, τεράστιος, πελώριος, πάμπλουτος, ζάπλουτος, παγερά αδιάφορος, LOL, lol, Σε ευχαριστώ!, συγγνώμη, επίσημος, μεγάλη τάση της μόδας, παίρνω ώρα, πολύ γλυκός, επιμελώς, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, βράζει ο τόπος, χρόνια, ευχαριστώ, νάνος, ρουφήχτρα, σκίζω, πολύ περισσότερο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στενοχωρημένος, θλιμμένος, αρκετά μεγάλος, παράτολμος, κατάμαυρος, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, αρκετά καλός, πολυδιαβασμένος, άψογα καταρτισμένος, απόλυτα ικανοποιημένος, σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση, σχετικά κοντινός, λίγος, λιγότερο, όχι τόσο πολύ, αρκετά δύσκολος, έντονα/πικρά απογοητευμένος, πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος, πολύ λίγοι, γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος, υπερόπτης, αλαζόνας, κοντός, όχι αρκετά μακρύς, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, πολύ καλός, πιθανόν, πιθανότατα, ωχρός, χλωμός, πολύ σύντομος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης muito

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele foi muito prestativo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα μάθεις τι συνέβη λίαν συντόμως.

πολύ

advérbio (consideravelmente mais)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele parece muito mais velho.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

έντονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ellen está muito concentrada em seu livro.
Η Έλεν είναι πολύ απορροφημένη στο βιβλίο της.

πάρα πολύ

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Gosto muito dele.
Μου αρέσει πάρα πολύ.

πάρα πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολλοί

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πραγματικά

advérbio (intensidade)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela é muito bonita.
Είναι πραγματικά όμορφη.

υπερβολικά

advérbio (πάρα πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντελώς

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τι πανηλίθια ιδέα!

πολύς

adjetivo (grande quantidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nós ouvimos muita risada vinda do quarto.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ακούσαμε πολύ θόρυβο από το διπλανό διαμέρισμα.

μακριά

(grande distância) (απόσταση που διανύθηκε)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela andou muito esta manhã - quase dez quilômetros.
Περπάτησε μακριά σήμερα το πρωί, σχεδόν δέκα χιλιόμετρα.

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela não está muito animada para se envolver nisso.
Δεν είναι και πολύ πρόθυμη να συμμετάσχει σε αυτό.

απίστευτος

(gíria britânica) (ανεπισημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você tem muita lata entrando aqui e exigindo dinheiro.

συχνά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φοβερά, απίστευτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mary faz uma torta muito boa.
Η Μαίρη φτιάχνει μια γαμάτη πίτα.

πάρα

advérbio (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I know him only too well.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τον αγαπάει πάρα πολύ.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estou me sentindo muito melhor desde que tomei um pouco de sopa.
Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.

πολύς

(grande quantidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pegue quantos doces você quiser. Eu tenho muitos.
Πάρε όσα γλυκά θέλεις. Έχω πολλά.

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu gosto muito dele, mas não quero casar com ele.
Μου αρέσει πολύ αλλά δεν θέλω να τον παντρευτώ.

πάρα πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ

adjetivo (em comparação) (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele se sentiu muito melhor depois de tomar uma aspirina.
Ένιωσε πολύ καλύτερα αφού πήρε μια ασπιρίνη.

-

adjetivo (como intensificador) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Chegamos ao topo da montanha.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ήξερα ότι είναι ψεύτης από την αρχή αρχή.

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você sabe muito bem que ele não vem.

τέρμα

advérbio (αργκό: πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Foi muito fácil!

πραγματικά, αληθινά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aquele carro é muito legal.

τρελός

advérbio (αργκό, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estava muito quente lá fora.
Έκανε τρελή ζέστη έξω.

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Seu pedaço de bolo é muito maior que o meu. É muito mais do que posso gastar.
Το δικό σου κομμάτι τούρτας είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορώ να διαθέσω.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ficar em casa fazendo trabalhos escolares na sexta à noite é muito deprimente.

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άσχημα, τρελά

advérbio (αργκό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύς

substantivo masculino (grande quantidade)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Muito do raciocínio dele era ilógico.
Πολλά από τα επιχειρήματά του ήταν παράλογα.

πολύς

advérbio (gíria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não precisa se apressar, nós temos muito tempo.

σε μεγάλο βαθμό

advérbio (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ

advérbio (grande volume)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela comeu muito mais que o usual ontem.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

πάρα πολύ

advérbio (ING, informal, figurado)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ

advérbio (ING: informal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você é muito sortudo por não ter sido pego!
Είσαι πολύ τυχερή που δεν σε έπιασαν!

κατά

Era muito mais provável que tivesse sucesso do que as pessoas pensavam.
Οι πιθανότητές της να επιτύχει, ήταν κατά πολύ περισσότερες από ότι πίστευαν οι άλλοι.

πέρα από, μακριά από

advérbio

Ela havia mudado extremamente devido ao estresse de sua vida.
Όλα τα άγχη που πέρασε στη ζωή της την άλλαξαν τόσο που πια δεν αναγνωρίζεται.

απίστευτα, αφάνταστα

(intensificador)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρκετά, ιδιαίτερα

(em grande parte)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ήταν αρκετά (or: ιδιαίτερα) στενοχωρημένη από τα νέα.

πολύ

(informal: muito)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Daniel comprou um imenso carro chique por uma barganha.
Ο Νταν αγόρασε ένα πολύ καλό αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας.

-

(BRA, gíria, vulgar, intensificador) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ele colocou esse puta cachorro enorme atrás de mim!
Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

αρκετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A massa estava relativamente boa, mas não tão boa quanto eu esperava.
Η μακαρονάδα ήταν αρκετά καλή, αλλά όχι όσο καλή περίμενα.

πολλοί

(μετρήσιμες ποσότητες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Havia muitas crianças na piscina. Elas faziam muito barulho.
Έκαναν πολύ θόρυβο.

αρκετά

(moderadamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
É bem caro, mas ainda assim vou comprar isso.
Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω.

που να πάρει

(intensificador)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estou bravo mesmo, droga!
Ναι που να πάρει, έχω θυμώσει!

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A campanha presidencial dela teve enorme sucesso no nível local
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

πραγματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você viu luzes piscando no céu? Isso é seriamente esquisito!
Είδες φώτα που αναβόσβηναν στον ουρανό; Αυτό είναι πραγματικά περίεργο!

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu valorizo enormemente sua contribuição
Εκτιμώ πολύ τη βοήθειά σου.

σκληρά

(informal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Para subir na vida, você tem que trabalhar duro.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Γυμνάζεται εντατικά για να είναι σε φόρμα.

απίστευτα

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τεράστιος, πελώριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάμπλουτος, ζάπλουτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγερά αδιάφορος

(completamente gelado)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

LOL, lol

(Internet: risos, BRA) (ζαργκόν, διαδίκτυο: γελάω δυνατά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
James digitou "rsrsrs" depois do comentário para eu saber que ele só estava brincando.
Ο Τζέιμς έγραψε «LOL» στο τέλος του σχολίου και έτσι ήξερα πως απλά αστειευόταν.

Σε ευχαριστώ!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Obrigado! Eu adorei o presente.
Σε ευχαριστώ! Μου άρεσε πολύ το δώρο.

συγγνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημος

(estrangeirismo)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μεγάλη τάση της μόδας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω ώρα

(levar bastante tempo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ γλυκός

(brasileirismo)

επιμελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

(figurado, informal: sucesso súbito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βράζει ο τόπος

(BRA: figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está fervendo hoje. Eu queria que o escritório tivesse ar-condicionado.
Σήμερα βράζει ο τόπος. Θα ήθελα να έχει κλιματισμό το γραφείο.

χρόνια

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Há séculos que não o vejo.
Πέρασε ένας αιώνας από τότε που τον είδα για τελευταία φορά.

ευχαριστώ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Não esqueça de dizer obrigado antes de sair.
Μην ξεχάσεις το ευχαριστώ πριν φύγεις.

νάνος

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ρουφήχτρα

(figurado, informal: carro, combustível) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκίζω

(BRA: informal) (αργκό, μτφ: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
José detonou na prova.
Παρά τη δυσκολία του διαγωνίσματος, η Μαίρη έσκισε.

πολύ περισσότερο

(muito mais ou mais alto que)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjetivo

στενοχωρημένος, θλιμμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erica se sentiu muito mal depois de mentir para o amigo.
Η Έριν ένιωθε χάλια αφού είπε ψέμματα στη φίλη της.

αρκετά μεγάλος

παράτολμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατάμαυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα μαλλιά της Γιολάντας είναι κατράμι.

όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκετά καλός

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πολυδιαβασμένος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άψογα καταρτισμένος

adjetivo (especialista em)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόλυτα ικανοποιημένος

locução adjetiva (extremamente contente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση

locução adjetiva (ξεπερασμένο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είμαι πραγματικά σε φόρμα σήμερα!

σχετικά κοντινός

locução adjetiva (bem perto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίγος

locução adjetiva (muito pouco) (με κατάφαση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δεν υπάρχουν πολλά τρόφιμα στα ντουλάπια, νομίζω πρέπει να φάμε έξω.

λιγότερο, όχι τόσο πολύ

locução adverbial (menos)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκετά δύσκολος

(bem difícil)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όπα, το τεστ ήταν αρκετά δύσκολο.

έντονα/πικρά απογοητευμένος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O caminhão é muito grande para passar embaixo da ponte. Essas roupas dadas são muito grandes para mim.
Το φορτηγό είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει κάτω από τη γέφυρα. Αυτά τα ρούχα που δανείστηκα μου είναι πολύ μεγάλα.

πολύ λίγοι

locução adjetiva (um número insuficiente)

Tenho muito poucos livros para encher minha estante.
Δεν έχουν αρκετά βιβλία για να γεμίσω τη βιβλιοθήκη μου.

γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος

adjetivo (não jovem o bastante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερόπτης, αλαζόνας

locução adjetiva (arrogante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντός, όχι αρκετά μακρύς

(não longo o bastante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

locução adjetiva (excessivamente cedo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ καλός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Não entendo; ele costumava tirar notas muito boas.
Δεν καταλαβαίνω· συνήθιζε να παίρνει πολύ καλούς βαθμούς.

πιθανόν, πιθανότατα

locução adverbial (muito provável)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ωχρός, χλωμός

adjetivo (cor: branca)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ σύντομος

adjetivo (extremamente breve)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του muito στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του muito

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.