Τι σημαίνει το forced στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης forced στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forced στο Αγγλικά.

Η λέξη forced στο Αγγλικά σημαίνει βεβιασμένος, αναγκαστικός, βεβιασμένος, δύναμη, δύναμη, δύναμη, -, δυνάμεις, παραβιάζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, δύναμη, πειστικότητα, δυναμικό, πίεση, κάνω κάτι να περάσει, αναγκαστική προσγείωση, βιαστικό περπάτημα, βεβιασμένο περπάτημα, γρήγορο βήμα, καταναγκαστικός γάμος, στρατόπεδο συγκέντρωσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης forced

βεβιασμένος

adjective (compelled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The prisoner made a forced confession that didn't stand up in court.
Ο φυλακισμένος έκανε μια εξαναγκασμένη εξομολόγηση που δεν έστεκε στο δικαστήριο.

αναγκαστικός

adjective (not optional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pilot made a forced landing at a different airport because the plane was almost out of fuel.
Ο πιλότος έκανε αναγκαστική προσγείωση σε ένα άλλο αεροδρόμιο γιατί το αεροπλάνο είχε σχεδόν ξεμείνει από καύσιμα.

βεβιασμένος

adjective (unnatural)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The actor's lines sounded forced, so the producer had to change them.
Τα λόγια του ηθοποιού ακούγονταν βεβιασμένα και έτσι ο παραγωγός έπρεπε να τα αλλάξει.

δύναμη

noun (strength)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This lift has a lot of force and can lift a heavy truck.
Ο ανελκυστήρας έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί να σηκώσει ένα βαρύ φορτηγό.

δύναμη

noun (physics: influence on motion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The force of the wind caused the ball to fall to the side.
Η δύναμη του ανέμου ανάγκασε την μπάλα να πέσει προς το πλάι.

δύναμη

noun (powerful entity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many people think that religion is a force of good in the world.
Πολλοί πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι μια δύναμη καλού στον κόσμο.

-

noun (military group)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Our country's military includes the army and the air force.
Ο στρατός της χώρας μας περιλαμβάνει τον στρατό ξηράς και την αεροπορία.

δυνάμεις

plural noun (military: troops)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Military forces landed on the island and restored order.
Στρατιωτικές δυνάμεις προσγειώθηκαν στο νησί και επανέφεραν την τάξη.

παραβιάζω

transitive verb (obstacle: overcome) (ασκώ φυσική δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police forced the door.
Η αστυνομία παραβίασε την πόρτα.

αναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (compel, oblige)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His father forced him to take out the rubbish.
Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

αναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (compel, oblige) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His father forced him to take out the rubbish.
Ο πατέρας του τον ανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

δύναμη

noun (compulsion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some force is driving me to telephone him.

πειστικότητα

noun (persuasiveness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her argument had a lot of force.

δυναμικό

noun (group of people) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company's sales force has done great work this year.

πίεση

noun (strain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The metal couldn't withstand the force, and eventually broke.

κάνω κάτι να περάσει

transitive verb (overcome opposition to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Through the power of persuasion, we were able to force the issue through.
Με τη δύναμη της πειθούς, μπορέσαμε να κάνουμε το ζήτημα να περάσει.

αναγκαστική προσγείωση

noun (aircraft: emergency landing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pilot made a forced landing in the Hudson River after the plane hit a flock of geese.

βιαστικό περπάτημα, βεβιασμένο περπάτημα, γρήγορο βήμα

noun (long march, faster than usual)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldiers made a forced march through the night.

καταναγκαστικός γάμος

noun (marriage arranged without consent)

In a forced marriage, you are coerced into marrying someone against your will.

στρατόπεδο συγκέντρωσης

noun (concentration camp, work camp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Siberian gulags were forced-labor camps for political dissidents.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forced στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του forced

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.