Τι σημαίνει το for στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του for στο Αγγλικά.

Η λέξη for στο Αγγλικά σημαίνει <div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>, για, για, για, για, για, για, αντί για, για, υπέρ, γιατί, επειδή, για, επειδή, καθώς, για να, για, για, μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα, από, προς τιμήν, για, για, παρόλο, για, εναπόκειται σε, για, για, προς, για, για, για, για, για, εξηγώ, αιτιολογώ, δικαιολογώ, είμαι ο λόγος, αντιστοιχώ σε κτ, αναλογώ σε κτ, κυνηγάω, κυνηγώ, λογοδοτώ για κτ, είμαι αρκετός για κτ, περιμένω, λογαριάζω, κλείνω ραντεβού, που συνηθίζει να κάνει κάτι, πολυτάλαντος, μύτη, κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ, λαμβάνοντας υπόψη, υπεύθυνος για κτ, λαχταράω, λαχταρώ, λαχταράω, λαχταρώ, αναγνωρίζω κτ σε κπ, ενεργώ εκ μέρους, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ, διαφημίζω, διαφήμιση για κτ, πασχίζω για κτ, στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε, στοχεύω, υπέρ, όσοι είναι υπέρ, όλοι για έναν, έτοιμος, αφήνω περιθώριο για, οφθαλμός αντί οφθαλμού, οφθαλμός αντί οφθαλμού, Και τώρα, θυμωμένος, υπόλογος, υπεύθυνος, αντώνυμο, αντίθετο, ζητώ συγνώμη για κτ, ζητώ συγνώμη από κπ για κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα, κακό παράδειγμα, απολογία, ζητάω, απευθύνομαι, αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ, αγάπη, λατρεία, υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, κατάλληλος, κατάλληλος, υποστηρίζω κτ, κανονίζω να κάνει κπ κτ, ως υποκατάστατο, ως υποκατάστατο, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά εμένα, ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ, ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ, ζητάω, ζητώ, πάω γυρεύοντας, ζητώ συγχώρεση, ζητώ συγχώρεση από κπ, αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, επανορθώνω, δίνω άδεια, δίνω το δικαίωμα, διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσ, προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωση, κληρώνω, αξίζω τα λεφτά μου, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, παζαρεύω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, Πρόσεχε τι εύχεσαι., είμαι στριμωγμένος, είμαι γνωστός για, δεν είμαι ισάξιος με κπ, ταιριάζω, παραπλανούμαι, εξαπατούμαι, αξίζω την αναμονή, κρατάω κακία σε κπ για κτ, εφιστώ την προσοχή σε κτ, ικετεύω, εκλιπαρώ, ικετεύω, παρακαλώ, ικετεύω έλεος, καλύτερος, καλύτερος, προτίμηση, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά, αναμετρώμαι, προσφέρω τιμή αγοράς, χρεώνω, κατηγορώ, προσπαθώ να πιάσω κτ, παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του, παιχνίδι με μήλα κατά την περίοδο του Χαλοουίν, που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ, προορισμένος για κτ, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, κάνω διάλειμμα για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης for

<div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>

preposition (intended, designed) (σκοπός χρήσης)

The small fork is for your salad, the large one for the main course.
Το μικρό πιρούνι είναι για τη σαλάτα, το μεγάλο για το κύριο πιάτο.

για

preposition (appropriate to) (καταλληλότητα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
This is an ideal book for a young girl.
Αυτό το βιβλίο είναι ιδανικό για ένα νέο κορίτσι.

για

preposition (in order to benefit: [sb]) (όφελος, βοήθεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Will you do a favour for me? Hillary Clinton stumped for Obama in several States.
Θα κάνεις κάτι για μένα;

για

preposition (in [sb]'s opinion, for [sb]'s tastes) (προτιμήσεις)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
That movie was too long for me.
Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα.

για

preposition (for the purchase of) (τιμή)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He only paid ten dollars for that shirt.
Πλήρωσε μόνο δέκα δολάρια για αυτό το πουκάμισο.

για

preposition (in order to get) (σκοπός)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He went out for some milk. He'll be back soon.
Έχει πάει για γάλα. Θα γυρίσει σύντομα.

για

preposition (time: duration) (χρονική διάρκεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She was gone for four hours.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λείπει εδώ και τέσσερις ώρες.

αντί για, για

preposition (in [sb]'s place, instead of [sb]) (στη θέση κάποιου)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I don't want to do his work for him.
Δε θέλω να κάνω τη δουλειά του αντί για (or: για) αυτόν.

υπέρ

preposition (in favour)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He was for the plan, but his wife was against it. He is for the liberal candidate for mayor.
Αυτός ήταν υπέρ του σχεδίου, αλλά η γυναίκα του ήταν κατά. Είναι υπέρ του φιλελεύθερου υποψήφιου για τη δημαρχία.

γιατί, επειδή

preposition (because of) (εξαιτίας)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
He received extra homework for swearing in class.
Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη.

για

preposition (compared to a standard) (σε σχέση με το αναμενόμενο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
It's warm for this time of year.
Ο καιρός είναι ζεστός για την εποχή αυτή.

επειδή, καθώς

conjunction (formal, written (because, since) (επίσημο)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I know he's guilty, for I saw him do it.

για να

preposition (with the purpose of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I bought some cloth for making costumes.

για

preposition (with a destination of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
This train is heading for London.

για

preposition (intended for: [sb])

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
All these gifts are for you.

μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα

preposition (expressing a wish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oh, for a bowl of soup right now!

από

preposition (because of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He left, for fear of being laughed at.

προς τιμήν

preposition (in honour of) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The church held a memorial service for the victims of the earthquake.

για

preposition (in order to achieve or attain)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
For an early arrival in Paris, you will need to take the express train.

για

preposition (in order to save or preserve)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
We're fighting for our freedom!

παρόλο

preposition (despite)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
For all her nagging, she's a great wife.

για

preposition (in regard to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She has a gift for crosswords.

εναπόκειται σε

preposition (responsibility of) (επίσημος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's for me to determine, not you.

για

preposition (to the extent of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The line outside the ticket office went on for miles.

για

preposition (introducing an infinitive phrase)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
It may be time for him to resign.

προς

preposition (ratio)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The players were one for three in shots on goal.

για

preposition (ratio: sales)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
There is a three for one sale on summer clothing.

για

preposition (representing)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The CS in his name is for Charles Saunders.

για

preposition (at a price of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Melons are now two for a pound in the market.

για

preposition (indicating distance)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I ran for three blocks before I caught him.

για

preposition (indicating one in a series)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
We're visiting here for the second time.

εξηγώ

phrasal verb, transitive, inseparable (explain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How do you account for the fact that no one can confirm your alibi for that night?
Πώς εξηγείς το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει το άλλοθί σου για χτες το βράδυ;

αιτιολογώ, δικαιολογώ

phrasal verb, transitive, inseparable (justify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were asked to account for our actions.
Μας ζητήθηκε να δώσουμε εξηγήσεις για τις πράξεις μας.

είμαι ο λόγος

phrasal verb, transitive, inseparable (cause)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
She wondered what could account for his sadness.
Αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος της στενοχώριας του.

αντιστοιχώ σε κτ, αναλογώ σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (be total of)

Women in Britain now account for almost half of the workforce.
Οι γυναίκες στη Βρετανία αντιστοιχούν (or: αναλογούν) πλέον σχεδόν στο μισό του εργατικού δυναμικού.

κυνηγάω, κυνηγώ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (try to obtain indirectly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Angling for a raise, Darren worked overtime for several weeks in a row.
Ο Ντάρεν κυνηγούσε μια αύξηση και δούλευε υπερωρίες αρκετές εβδομάδες συνεχόμενα.

λογοδοτώ για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (face consequences)

He's committed a crime and he'll be forced to answer for it.
Διέπραξε ένα έγκλημα και θα αναγκαστεί να λογοδοτήσει γι' αυτό.

είμαι αρκετός για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal, US (be adequate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The back porch will have to answer for a bedroom.

περιμένω, λογαριάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (expect to get)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I married my wife, I hadn't bargained for the fact that her mother would also come to live with us.
Όταν παντρεύτηκα τη γυναίκα μου, περίμενα ότι και η μητέρα της θα ερχόταν να ζήσει μαζί μας.

κλείνω ραντεβού

phrasal verb, transitive, separable (make appointment) (σε κάποιον, για κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've booked you in at midday for a cut and blow dry.

που συνηθίζει να κάνει κάτι

noun (informal (person: does [sth] frequently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a great one for telling stories.

πολυτάλαντος

noun (figurative (capable man)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μύτη

noun (figurative (instinctive ability to detect [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has a great nose for good books.
Κόβει το μάτι του όταν πρόκειται για βιβλία.

κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ

(count up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He could account for every penny he had spent.

λαμβάνοντας υπόψη

expression (considering)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even accounting for the bad weather, the number of visitors to the park has been very low.

υπεύθυνος για κτ

(has to justify actions)

λαχταράω, λαχταρώ

(figurative (yearn for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After many years abroad, Bob ached for his homeland.
Μετά από πολλά χρόνια στο εξωτερικό, ο Μπομπ λαχταρούσε την πατρίδα του.

λαχταράω, λαχταρώ

(figurative (yearn for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen ached for the man she could not be with.
Η Χέλεν λαχταρούσε τον άνδρα, με τον οποίον δεν μπορούσε να είναι μαζί.

αναγνωρίζω κτ σε κπ

transitive verb (thank [sb] for)

The president acknowledged her contributions in a ceremony.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να σου αναγνωρίσω ότι έκανες καταπληκτική δουλειά.

ενεργώ εκ μέρους

intransitive verb (substitute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will have to act for my absent brother.

επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ

verbal expression (reprimand for doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher admonished the student for being late to class yet again.

διαφημίζω

(solicit via advertisement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφήμιση για κτ

noun (promotion of [sth])

Bob's first acting role was in an advertisement for jeans.
Ο πρώτος ρόλος του Μπομπ ως ηθοποιού ήταν σε μια διαφήμιση για τζιν παντελόνια.

πασχίζω για κτ

(strive to make happen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The political party is agitating for a change in leadership.

στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε

(figurative (try to reach, achieve)

The students aim for high marks during examinations.
Οι μαθητές επιδιώκουν υψηλούς βαθμούς κατά τη διάρκεια των εξετάσεων.

στοχεύω

(try to hit: a target)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aim for the center of the target.

υπέρ

preposition (informal (completely in favour of)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I was all for getting ice cream after classes.

όσοι είναι υπέρ

preposition (everyone in favour of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All for the motion, say "Yes".
Όσοι είναι υπέρ της πρότασης, να πουν «Ναι».

όλοι για έναν

interjection (expressing solidarity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτοιμος

adjective (ready, prepared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you all set for opening night?

αφήνω περιθώριο για

(make provision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We must make room to allow for expansion.

οφθαλμός αντί οφθαλμού

noun (figurative (revenge) (μτφ, εκδίκηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He destroyed his rival's creation, saying it was an eye for an eye.
Κατέστρεψε το δημιούργημα του ανταγωνιστή του, λέγοντας ότι αυτό ήταν οφθαλμός αντί οφθαλμού.

οφθαλμός αντί οφθαλμού

noun (figurative (justice) (μτφ, δικαιοσύνη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For murder I believe an eye for an eye is fair punishment.
Όσον αφορά το φόνο, πιστεύω ότι το οφθαλμός αντί οφθαλμού είναι δίκαιη τιμωρία.

Και τώρα

interjection (presenting [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"And now for our flagship product," said the salesman, moving on to the next slide.

θυμωμένος

expression (cross with [sb]) (με κπ για κτ, με κπ για κτ που έκανε)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I am angry with my sister for taking my book.

υπόλογος, υπεύθυνος

(accountable for [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is the government answerable for this economic crisis?

αντώνυμο, αντίθετο

noun (word with opposite meaning) (με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The antonym of "severe" is "moderate." Can you think of an antonym for "reverential"?

ζητώ συγνώμη για κτ

(say sorry for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark apologized for the delay in replying to my email.
Ο Μαρκ απολογήθηκε που καθυστέρησε να απαντήσει στο email μου.

ζητώ συγνώμη από κπ για κτ

verbal expression (say sorry to [sb] for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You ought to apologize to Stephen for the way you treated him yesterday.
Θα πρέπει να ζητήσεις συγνώμη από τον Στίβεν για τον τρόπο με τον οποίο του φέρθηκες χτες.

ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα

verbal expression (say sorry to [sb] for doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane apologized to me for calling me a liar.
Η Τζέιν μου ζήτησε συγνώμη που με αποκάλεσε ψεύτη.

κακό παράδειγμα

noun (poor example)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Frankly, this place is an apology for a hotel.
Ειλικρινά, αυτό το μέρος είναι ένα κακό παράδειγμα ξενοδοχείου.

απολογία

noun (formal (apologia: defence of [sth], [sb]) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The biography reads as an apology for its subject's crimes.

ζητάω

(ask for help) (βοήθεια: από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She appealed for his help.
Ζήτησε τη βοήθειά του.

απευθύνομαι

verbal expression (ask for help) (σε κπ για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The state governors appealed to the President for help in stopping the riots.
Οι κυβερνήτες της πολιτείας ζήτησαν βοήθεια από τον Πρόεδρο για να σταματήσουν τις εξεγέρσεις.

αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ

(represent in court) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your Honor, I'm James Alfred III, appearing for the defendant.
Κύριε Πρόεδρε, λέγομαι Τζέιμς Άλφρεντ Ιλ και αντιπροσωπεύω (or: εκπροσωπώ) τον κατηγορούμενο.

αγάπη, λατρεία

noun (figurative (desire) (για κτ: θέλω να έχω κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Frank has an appetite for luxury cars and stereo equipment.

υποβάλλω αίτηση

(request formally) (για κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thomas applied for a credit card.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα.

υποβάλλω αίτηση για δουλειά

verbal expression (reply to employment advertisement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My only task for today is to apply for a job.

κατάλληλος

(suited, right) (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Books about the Sesame Street characters are appropriate for the under 7 set.
Τα βιβλία με τους χαρακτήρες της παιδικής τηλεοπτικής σειράς Σουσάμι Άνοιξε είναι κατάλληλα για παιδιά κάτω των 7 ετών.

κατάλληλος

(suited, right) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The treatment is appropriate for all types of hair loss.
Η θεραπεία είναι κατάλληλη για όλους τους τύπους τριχόπτωσης.

υποστηρίζω κτ

(give reasons in favour) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The school principal argued for more teachers at the last board meeting.
Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου επιχειρηματολόγησε υπέρ του διορισμού περισσότερων καθηγητών.

κανονίζω να κάνει κπ κτ

verbal expression (make preparations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They arranged for a babysitter to take care of the children.
Κανόνισαν να έρθει μια μπέιμπι σίτερ για να προσέξει τα παιδιά.

ως υποκατάστατο

adverb (as a substitute for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Margarine is widely used as a replacement for butter.

ως υποκατάστατο

expression (to replace, instead of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She used two cups of milk as a substitute for three eggs called for by the recipe.

όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με

preposition (with regard to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As for this guy, I don't think he's going anywhere in life.
Όσον αφορά (or: σχετικά με) αυτόν τον τύπο, δεν νομίζω ότι θα προοδέψει στη ζωή του.

όσον αφορά εμένα

adverb (as far as I am concerned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My husband is going to work. As for me, I will stay home and take care of the baby.
Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό.

ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ

expression (in place of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am authorized to vote as proxy for Aunt Sadie at the shareholder's meeting.
Είμαι εξουσιοδοτημένος να ψηφίσω ως πληρεξούσιος της θείας Σάντι στη συνάντηση των μετόχων.

ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ

(request [sth] from [sb])

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The homeless woman asked me for money.
Η άστεγη γυναίκα μου ζήτησε λεφτά.

ζητάω, ζητώ

(request)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The policeman asked for my license and registration.
Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας.

πάω γυρεύοντας

(figurative, informal (invite: trouble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wouldn't do that if I were you! You're just asking for it.
Δεν θα το έκανα εάν ήμουν στη θέση σου. Πας γυρεύοντας!

ζητώ συγχώρεση

verbal expression (plead to be pardoned)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam should admit that he behaved badly, and ask for forgiveness.

ζητώ συγχώρεση από κπ

verbal expression (plead to be pardoned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since you caused so much trouble, you should ask your father for forgiveness.

αντιμέτωπος με τον κίνδυνο

expression (having increased chance of: [sth] bad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People who smoke are at increased risk for cancer.
Όσοι καπνίζουν είναι αντιμέτωποι με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.

επανορθώνω

(make amends for) (για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Christians believe that Jesus atoned for our sins.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πώς μπορεί να εξιλεωθεί ο παιδοκτόνος για το φριχτό του έγκλημα;

δίνω άδεια, δίνω το δικαίωμα

(permit access) (σε κάποιον για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack's boss authorized him for entry to the secured area.

διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσ

adjective (can be hired)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the refurbishements, the house was available for rent.

προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωση

adjective (US (property: can be leased)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We currently have a number of properties available for rent.

κληρώνω

(make selection by vote, at random)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The club will ballot for new officers at the next meeting.

αξίζω τα λεφτά μου

noun (US, slang (value for money) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This computer is last year's model, but it has great bang for your buck.
Αυτός ο υπολογιστής είναι περσινό μοντέλο, μα τα αξίζει τα λεφτά του.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(exchange, pay for [sth]) (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frank bargained his old truck for a tractor.

παζαρεύω

(haggle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fiona bartered for a hand-woven blanket.
Η Φιόνα παζάρεψε μια χειροποίητη κουβέρτα.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(trade, exchange) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The refugees were obliged to barter their personal belongings for food.
Οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να ανταλλάξουν τα προσωπικά τους αντικείμενα για φαγητό.

Πρόσεχε τι εύχεσαι.

verbal expression ([sth] desirable may have drawbacks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι στριμωγμένος

verbal expression (informal (have little space)

Our house is so full of junk that we are cramped for room.

είμαι γνωστός για

transitive verb (be identified or famous for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That restaurant is known for its excellent seafood.
Αυτό το εστιατόριο είναι γνωστό για τα εξαιρετικά θαλασσινά πιάτα του.

δεν είμαι ισάξιος με κπ

verbal expression (not be as good as [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταιριάζω

verbal expression (be compatible with [sb]) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone knew Marshall and Elaine were right for each other.
Όλοι ήξεραν πως ο Μάρσαλ και η Ιλέιν ταίριαζαν μεταξύ τους.

παραπλανούμαι, εξαπατούμαι

verbal expression (informal, figurative (be swindled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had donated thousands of pounds before I realised I was being taken for a ride.

αξίζω την αναμονή

verbal expression (informal (be good enough to justify a delay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's taken a long time to finish but it's been worth waiting for.

κρατάω κακία σε κπ για κτ

verbal expression (be resentful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julie bears a grudge against her neighbour for cutting down a hedge that was actually on Julie's property.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbal expression (figurative (promote) (θέμα, πρόβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The environmental activist goes around the world beating the drum for energy reform.

ικετεύω, εκλιπαρώ

(implore [sb] for [sth]) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He keeps begging his mother for a new phone, but she says she can't afford it.
Συνεχίζει να παρακαλάει (or: θερμοπαρακαλάει) τη μητέρα του να του αγοράσει καινούριο κινητό, αλλά εκείνη του λέει ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει.

ικετεύω, παρακαλώ

(plead to obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ικετεύω έλεος

verbal expression (plead for leniency)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Even though the unarmed woman begged for mercy, the terrorist killed her.

καλύτερος

adjective (healthier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apples are better for you than cheeseburgers.
Τα μήλα είναι καλύτερα για σένα από τα τσίζμπεργκερ.

καλύτερος

adjective (colloquial, UK (more cheerful thanks to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If you're tired, have a nap; you'll feel better for it.

προτίμηση

noun (inclination: in favour) (για κάποιον/κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His bias for attractive employees was obvious.
Η προτίμησή του προς τις εμφανίσιμες υπαλλήλους ήταν εμφανής.

κάνω προσφορά

(auction: offer) (ποσό για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He bid one hundred euros for the painting at the auction.
Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία.

υποβάλλω προσφορά

(offer services) (επίσημο: για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Three construction companies are bidding for the prestigious contract.
Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο.

αναμετρώμαι

(compete)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Twenty competitors are bidding for the title of "World's Strongest Man".
Είκοσι διαγωνιζόμενοι αναμετρώνται για τον τίτλο «Ο Δυνατότερος Άντρας στον Κόσμο».

προσφέρω τιμή αγοράς

(make an offer to buy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah went to the auction and bid for lot number 305.

χρεώνω

(charge) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lawyer billed him three hundred dollars for the service.
Ο δικηγόρος τον χρέωσε τριακόσια δολάρια για την υπηρεσία που του παρείχε.

κατηγορώ

transitive verb (hold responsible) (κάποιον/κάτι για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't blame me! It wasn't my fault!

προσπαθώ να πιάσω κτ

(try to get hold of [sth]) (με τα δόντια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του

verbal expression (game)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Children enjoy bobbing for apples as a party game.

παιχνίδι με μήλα κατά την περίοδο του Χαλοουίν

noun (Halloween game)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ

(heading towards a place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cruise ship was bound for New York.
Το κρουαζιερόπλοιο είχε προορισμό (or: κατευθυνόταν προς) τη Νέα Υόρκη.

προορισμένος για κτ

(figurative (destined for [sth])

Luis always knew that he was bound for fame and fortune.
Ο Λουίς ήξερε πάντοτε ότι ήταν προορισμένος για δόξα και πλούτη.

προετοιμάζομαι

verbal expression (figurative (prepare for shock) (για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone is bracing themselves for the foot of snow forecast for tonight.
Όλοι προετοιμάζονται για τα 30 εκατοστά χιόνι που προβλέπονται για απόψε.

προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ

verbal expression (prepare for impact)

Seeing that there was no way to escape, Joel braced himself for the blow of the other man's fist.

κάνω διάλειμμα για κτ

(pause, interrupt activity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After an hour's discussion, the committee broke for a coffee and a bite to eat.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του for

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.