Τι σημαίνει το strained στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης strained στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strained στο Αγγλικά.

Η λέξη strained στο Αγγλικά σημαίνει καταπονημένος, σουρωμένος, στραγγισμένος, κουρασμένος, τεταμένος, κλειστός, βεβιασμένος, καταπόνηση, ένταση, πίεση, θλάση, πίεση, ένταση, στέλεχος, ζορίζομαι, τραβάω, τραβώ, κομμάτι, υπερφόρτωση, είδος, παραµόρφωση, ήχος, μοχθώ, κοπιάζω, φτάνω στα άκρα, φθείρομαι, κουράζω, παθαίνω θλάση, φτάνω στα όρια, σουρώνω, στραγγίζω, τεντώνω, τεταμένες σχέσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης strained

καταπονημένος

adjective (muscle: injured)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The footballer's strained muscle meant he had to sit out the rest of the match.
Ο τραβηγμένος μυς του ποδοσφαιριστή σήμαινε πως έπρεπε να μείνει εκτός για τον υπόλοιπο αγώνα.

σουρωμένος, στραγγισμένος

adjective (food: sieved)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Pour the sauce over the strained pasta and serve.
Ρίξε τη σάλτσα πάνω από τα στραγγισμένα μακαρόνια και σέρβιρε.

κουρασμένος

adjective (physically tired)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Wendy has been working very hard and is feeling strained.
Η Γουέντυ δουλεύει πολύ σκληρά και νιώθει κουρασμένη.

τεταμένος

adjective (figurative (relationship, atmosphere: tense)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Things are strained in the Smith household since Mr Smith's mother moved in with them.

κλειστός

adjective (figurative (voice: weakened)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In a strained voice, John asked if he could have some water.

βεβιασμένος

adjective (figurative (smile: forced)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
When Hannah saw her ex-boyfriend with another girl she was devastated, but she managed a strained smile and said hello.

καταπόνηση

noun (physical effort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strain of lifting too many boxes was too much for him.
Η καταπόνηση από το σήκωμα πολλών κιβωτίων τον εξάντλησε.

ένταση, πίεση

noun (figurative (stress, pressure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strain of working too many hours really affected him.
Η ένταση (or: πίεση) από τις τόσες ώρες δουλειάς τον έχει επηρεάσει έντονα.

θλάση

noun (muscular injury)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The player was out with a muscle strain.
Ο παίκτης βγήκε από το παιχνίδι με θλάση μυός.

πίεση

noun (fatiguing pressure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The foundation of the building crumbled under the strain.
Τα θεμέλια του κτιρίου κατέρρευσαν από την πίεση.

ένταση

noun (figurative (tension) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could note a strain between the two of them.
Η ένταση μεταξύ των δύο ήταν εμφανής.

στέλεχος

noun (variant: of virus, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many people did not have immunity to this new strain of flu.
Πολλοί δεν είχαν ανοσία σε αυτό το νέο στέλεχος της γρίπης.

ζορίζομαι

intransitive verb (make strenuous physical effort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The men strained with all their might, but the piano wouldn't budge.
Οι άντρες ζορίστηκαν προσπαθώντας να σηκώσουν το πιάνο.

τραβάω, τραβώ

(pull with force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The animal strained against the rope.
Το ζώο τραβούσε το σχοινί.

κομμάτι

noun (often plural (music: piece, section) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We heard a strain of Mahler's 5th as we walked by the open window.

υπερφόρτωση

noun (severe demand on resources) (υπολογιστές, δίκτυα κλπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The strain on the server was caused by the many hits the site received that day.

είδος

noun (animal: breed, stock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer is raising a new strain of cattle.

παραµόρφωση

noun (mechanics: deformation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the equation that defines strain?

ήχος

plural noun (sound: of music)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We could hear the distant strains of a guitar.

μοχθώ, κοπιάζω

verbal expression (strive forcefully) (να κάνω κάτι, για να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He really strained to make it work.
Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να τα καταφέρει.

φτάνω στα άκρα

transitive verb (figurative (stretch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lavish spending strained his finances to the limit.

φθείρομαι

transitive verb (figurative, often passive (deform under pressure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The way they acted, it was obvious that their relationship was strained.

κουράζω

transitive verb (exert)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had to strain his eyes to see something so far away.

παθαίνω θλάση

transitive verb (muscle: stretch or tear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The football player strained a muscle.
Ο ποδοσφαιριστής έπαθε θλάση.

φτάνω στα όρια

transitive verb (figurative (stretch to a limit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her childishness strained my patience.

σουρώνω, στραγγίζω

transitive verb (filter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to strain the rice before you cook it.

τεντώνω

transitive verb (draw tight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bulge of his stomach strained his waistband.

τεταμένες σχέσεις

plural noun (tense relationship)

Even casual acquaintances could detect the strained relations between Anne and her mother.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strained στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του strained

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.