Τι σημαίνει το formar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης formar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του formar στο πορτογαλικά.

Η λέξη formar στο πορτογαλικά σημαίνει φτιάχνω, σχηματίζω, αποτελώ, συνιστώ, σχηματίζω, δημιουργώ, εκπαιδεύομαι, σχηματίζω, παίρνω το σχήμα, φτιάχνω, ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω, συνιστώ, συνθέτω, αποτελώ, συγκροτώ, σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι, προσχηματίζω, περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ, ετοιμάζομαι, σχεδιάζομαι, σχηματίζω ουρά, μπαίνω στην ουρά, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποφοιτώ, συνασπίζομαι, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη, αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του, συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι, κάνω οικογένεια, αποφοιτώ, ζευγαρώνω, σχηματίζω τόξο, σχηματίζω καμπύλη, χωρίζομαι σε ζευγάρια, σχηματίζω σταγόνες, κάνω φουσκάλα, σχηματίζω αποικία, κάνω φουσκάλα, πήζω, σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ, δημιουργώ φουσκάλες, πήζω, αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέρος, κάνω κρακελέ, εμφανίζομαι, ανυψώνομαι, σχηματίζομαι, σκληραίνω, σχηματίζω φωτοστέφανο, ενώνομαι, συνάπτω συνεργασία με κπ, ξεκινώ συνεργασία με κπ, είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος, τρυπάω, τρυπώ, κεντράρω, χωρίζω σε ζευγάρια, δημιουργώ κόλπο, ζευγαρώνω, συγκροτώ ταξιαρχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης formar

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele fez uma escada com pedaços velhos de madeira.
Έφτιαξε μια σκάλα από παλιά κομμάτια ξύλο.

σχηματίζω

(organizar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles formaram um sindicato.

αποτελώ, συνιστώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O açúcar forma um dos principais ingredientes dos refrigerantes.

σχηματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela formou a opinião de que ele era um mentiroso.

δημιουργώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele formou muitas amizades durante esses anos.

εκπαιδεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela foi formada em uma das melhores escolas.

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você forma o plural adicionando um "s".

παίρνω το σχήμα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτιάχνω

(figurado, frases) (το αποτέλεσμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω

(για επιχειρήσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melissa abriu uma empresa em casa.
Η Μελίσα ξεκίνησε μια επιχείρηση από το σπίτι της.

συνιστώ, συνθέτω, αποτελώ, συγκροτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Após terremotos subterrâneos, as montanhas se formaram.
Μετά από υποβρύχιους σεισμούς, σχηματίστηκαν (or: διαμορφώθηκαν) βουνά.

σχηματίζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um arco-íris se formou acima de suas cabeças.

διαμορφώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (ser arranjado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles discutiram e o plano formou-se.

δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não antecipamos que surja algum problema.
Δεν περιμένουμε να δημιουργηθούν προβλήματα.

προσχηματίζω

verbo transitivo (formar antes, antecipadamente)

περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Evelyn se formou como encanadora.
Η Έβελιν έχει πιστοποιηθεί ως υδραυλικός.

ετοιμάζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Está se formando uma tempestade no leste.
Μια καταιγίδα ετοιμαζόταν στα ανατολικά.

σχεδιάζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O rei não fazia ideia de que um plano estava sendo preparado para destroná-lo.

σχηματίζω ουρά, μπαίνω στην ουρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As pessoas enfileiraram-se em frente da bilheteria para comprar ingressos para o show.
Ο κόσμος σχημάτισε ουρά μπροστά απ' το ταμείο για ν' αγοράσει εισιτήρια για την παράσταση.

τελειώνω, ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seu filho se formou na terceira série.

αποφοιτώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνασπίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os países aliaram-se para proteger uns aos outros e a eles mesmos da invasão.

σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του

expressão (incluir, abranger)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι

(militar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω οικογένεια

(educar os filhos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποφοιτώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Após cinco anos, ele se formou na universidade.
Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο μετά από πέντε χρόνια.

ζευγαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχηματίζω τόξο, σχηματίζω καμπύλη

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το βλήμα, κάνοντας ένα ισχυρό θόρυβο, σχημάτισε ένα τόξο (or: σχημάτισε μια καμπύλη) στον ουρανό.

χωρίζομαι σε ζευγάρια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ok todo mundo, formem duplas e comecem o exercício, por favor.

σχηματίζω σταγόνες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O suor formou gotas no nariz e sobrancelha do dançarino.
Ο ιδρώτας σχημάτισε σταγόνες πάνω στη μύτη και τα φρύδια του χορευτή.

κάνω φουσκάλα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A queimadura no braço de Mac formou bolha.
Το κάψιμο στο χέρι του Μακ έχει κάνει φουσκάλα.

σχηματίζω αποικία

locução verbal

κάνω φουσκάλα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πήζω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σχηματίζω αψίδα πάνω από κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Imponentes olmeiros formavam um arco sobre o bulevar.
Οι επιβλητικές φτελιές σχημάτιζαν αψίδα πάνω από τη λεωφόρο.

δημιουργώ φουσκάλες

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estes novos sapatos formam bolhas em meus calcanhares.

πήζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta alface forma cabeça cedo.

κάνω κρακελέ

expressão verbal (cerâmica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμφανίζομαι, ανυψώνομαι, σχηματίζομαι

locução verbal (figurado) (με σχήμα μανιταριού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκληραίνω

expressão verbal (de gelo) (στην επιφάνεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σχηματίζω φωτοστέφανο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενώνομαι

(με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nesta receita, os ovos se ligam à farinha.

συνάπτω συνεργασία με κπ, ξεκινώ συνεργασία με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A empresa de moda esportiva fez parceria com uma empresa de tecnologia para desenvolver uma gama de dispositivos vestíveis.

είμαι στο πίσω μέρος, βρίσκομαι στο πίσω μέρος

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Uma fileira de árvores forma fundo para o campo.

τρυπάω, τρυπώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tem que formar uma brecha no metal laminado para que o tubo caiba.

κεντράρω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você não formar uma brecha na vela de ignição corretamente, o motor do carro não vai pegar.

χωρίζω σε ζευγάρια

(agrupar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημιουργώ κόλπο

expressão verbal (Geologia)

ζευγαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O casamenteiro formou o casal.

συγκροτώ ταξιαρχία

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του formar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.