Τι σημαίνει το opinião στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης opinião στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του opinião στο πορτογαλικά.
Η λέξη opinião στο πορτογαλικά σημαίνει άποψη, γνώμη, άποψη, πεποίθηση, γνώμη, γνώμη, σκέψεις, θέση, άποψη, γνώμη, άποψη, γνώμη, άποψη, γνώμη, άποψη, άποψη, γνώμη, κρίση, άποψη, γνώμη, εκτίμηση, κρίση, γνώμη, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, αλλάζω γνώμη, αλλάζω πορεία, που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο, κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, στο φως της δημοσιότητας, για σένα, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ, δημοσκόπος, διαφορά άποψης, δημοσκόπηση, δημοσκόπηση, αλλαγή γνώμης, καθιερωμένες απόψεις, δεύτερη γνώμη, κοινή γνώμη, κοινή γνώμη, υποκειμενικός, επικρατούσα άποψη, ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη, κοινή γνώμη, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, έχω καλή γνώμη για κπ, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, αμφιταλαντεύομαι, μεταστροφή θέσης, εκφράζω τη γνώμη μου, βολιδοσκοπώ, λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτ, πραγματοποιώ σφυγμομέτρηση, κάνω σφυγμομέτρηση, στηρίζω, οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, Τι λες;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης opinião
άποψηsubstantivo feminino (modo de ver) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Na minha opinião a pena de morte é imoral. Η άποψή μου είναι ότι η θανατική ποινή είναι ηθικά ανάρμοστη. |
γνώμη, άποψηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ninguém nunca ouve minha opinião. Κανένας δεν ακούει ποτέ την άποψή (or: τη γνώμη) μου. |
πεποίθησηsubstantivo feminino (γνώμη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) É minha opinião que trabalhar trinta e cinco horas por semana é demais. Η πεποίθησή μου είναι πως τριάντα πέντε ώρες εργασίας την εβδομάδα είναι πάρα πολλές. |
γνώμηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Depois que o médico disse que eu precisava de cirurgia, busquei uma segunda opinião. Όταν ο γιατρός είπε ότι χρειαζόμουν επέμβαση, ζήτησα μια δεύτερη γνώμη. |
γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκέψειςsubstantivo feminino (apreciação) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Qual a tua opinião sobre a política externa do governo? Τι γνώμη (or: άποψη) έχεις για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης; |
θέση, άποψηsubstantivo feminino (ponto de vista) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γνώμη, άποψηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A opinião de Sarah a respeito das habilidades do novo estagiário provaram-se certeiras quando ele cometeu erro após erro. Η άποψη της Σάρα για τις ικανότητες του νέου ασκούμενου αποδείχθηκε σωστή ενώ εκείνος έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο. |
γνώμη, άποψη(για κτ ή σχετικά με κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Qual sua opinião sobre o assunto? |
γνώμη, άποψηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ele e eu tínhamos opiniões diferentes sobre o assunto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην αλλάξεις γνώμη γι' αυτό το θέμα, σε παρακαλώ. |
άποψη, γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esse é meu próprio ponto de vista; você pode muito bem discordar de mim! Αυτή είναι η δική μου άποψη· μπορείς ελεύθερα να διαφωνήσεις μαζί μου! |
κρίση, άποψη, γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O que, em seu juízo, deveria ser feito em relação ao déficit? Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα; |
εκτίμηση, κρίση, γνώμηsubstantivo feminino (άποψη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή(άποψη των περισσότερων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Os cientistas estão em consenso que o Big Bang aconteceu há 17 bilhões de anos. |
αλλάζω γνώμη(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não há razão para tentar mudar a cabeça de Greg sobre política. Ele não vai ceder. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω. |
αλλάζω πορεία(figurado: mudar de direção) (μεταφορικά) O governo está desviando para uma direção diferente agora. |
που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλοlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μουexpressão (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όσον με αφορά, κατά την γνώμη μουlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Na minha opinião, aquele foi o melhor filme do ano. Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς. |
κατά τη γνώμη μουlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Na minha opinião, ela é jovem demais para se casar e ter filhos. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. |
στο φως της δημοσιότηταςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για σέναexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Então, a seu ver, a mensagem deste poema é que as pessoas não devem perder tempo se preocupando com coisas triviais? |
αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασίαlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δημοσκόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διαφορά άποψης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δημοσκόπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το 65% της κοινής γνώμης εγκρίνει την εξωτερική πολιτική μας. |
δημοσκόπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλλαγή γνώμης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθιερωμένες απόψεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεύτερη γνώμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινή γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή γνώμη(opinião pública) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποκειμενικόςexpressão (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επικρατούσα άποψη(crença geral) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη(crença firmemente defendida) |
κοινή γνώμηsubstantivo feminino |
σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψηexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μουexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω καλή γνώμη για κπexpressão (respeitar, admirar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω γνώμηlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω γνώμηexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμφιταλαντεύομαιexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταστροφή θέσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκφράζω τη γνώμη μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βολιδοσκοπώ(σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του. |
λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραγματοποιώ σφυγμομέτρηση, κάνω σφυγμομέτρηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O jornal perguntou a opinião de 50.000 pessoas para saber as opiniões sobre assuntos modernos. Ben perguntou a opinião do grupo para ver onde eles queriam almoçar. Η εφημερίδα έκανε σφυγμομέτρηση σε 50.000 άτομα για να μάθει τη γνώμη τους για σύγχρονα ζητήματα. Ο Μπεν πήρε γνώμες από την παρέα για να δει που ήθελαν να πάνε για μεσημεριανό. |
στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel está feliz em concordar com a sugestão de Harry. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ(figurado) (μτφ: σε/σχετικά με κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Τι λες;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του opinião στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του opinião
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.