Τι σημαίνει το fox στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fox στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fox στο Αγγλικά.

Η λέξη fox στο Αγγλικά σημαίνει αλεπού, μωρό, κομμάτι, πονηρός, ύπουλος, μπερδεύω, μουχλιάζω, αρκτική αλεπού, πονηρός σαν αλεπού, νυχτερίδα pteropus, αλεπουδάκι, εξόντωση αλεπούδων, κυνήγι αλεπούς, φόξ-τεριέ, φοξ τροτ, χορεύω φοξ τροτ, φωλιά αλεπούς, γκρίζα αλεπού, κόκκινη αλεπού, ασημένια αλεπού, ασημότριχη αλεπού, πονηρή αλεπού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fox

αλεπού

noun (dog-like mammal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The farmer lost two chickens to a fox.
Ο αγρότης έχασε δυο κοτόπουλα λόγω μιας αλεπούς.

μωρό, κομμάτι

noun (figurative, slang (attractive girl) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were some real foxes at the club tonight.
Είχε κάτι ωραία γκομενάκια στο κλαμπ απόψε.

πονηρός, ύπουλος

noun (figurative, informal (devious person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The politician was a clever fox.
Ο πολιτικός ήταν μια έξυπνη αλεπού.

μπερδεύω

transitive verb (informal (perplex)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your riddle's really foxed me! What's the answer?
Το αίνιγμά σου πραγματικά με μπέρδεψε! Ποια είναι η απάντηση;

μουχλιάζω

intransitive verb (figurative, informal (paper: go brown with mould)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can see that the paper has foxed by these brown stains at the edges.

αρκτική αλεπού

noun (mammal)

πονηρός σαν αλεπού

adjective (devious, cunning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Reynard was as sly as a fox as he wheedled his way into the hen house.

νυχτερίδα pteropus

noun (large bat) (ζώο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλεπουδάκι

noun (baby fox) (μωρό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξόντωση αλεπούδων

noun (fox killing) (μέρος πληθυσμού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνήγι αλεπούς

noun (blood sport in which a fox is chased)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Animal rights activists believe that fox hunting is barbaric.

φόξ-τεριέ

noun (dog breed)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φοξ τροτ

noun (ballroom dance style)

When I took a ballroom dancing class, we learned the fox-trot and the waltz.

χορεύω φοξ τροτ

intransitive verb (dance the fox-trot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φωλιά αλεπούς

noun (den of a fox)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γκρίζα αλεπού

noun (American fox with gray fur)

κόκκινη αλεπού

(animal)

ασημένια αλεπού, ασημότριχη αλεπού

noun (tame fox breed)

πονηρή αλεπού

noun (devious or secretive person) (μεταφορικά: άνθρωπος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would never have guessed that about you, you sly old fox!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fox στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fox

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.