Τι σημαίνει το kit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης kit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kit στο Αγγλικά.

Η λέξη kit στο Αγγλικά σημαίνει σετ εργαλείων, κιτ, σετ, εξοπλισμός, ρούχα, αλεπουδάκι, καλάθι, ντύνω, εξοπλίζω, σετ από ντραμς, κουτί πρώτων βοηθειών, ποδοσφαιρικά ρούχα, αθλητικά ρούχα, σακίδιο στρατιώτη, αθλητικό σακίδιο, ντύνω κπ με κτ, εξοπλίζω κπ με κτ, σακίδιο, σκεύη φαγητού, πακέτο συνοδευτικών εγγράφων τύπου, σετ επισκευής ελαστικών, σετ ξυρίσματος, βασικός εξοπλισμός, νεσεσέρ, εργαλειοθήκη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης kit

σετ εργαλείων

noun (set of tools)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The carpenter took out her kit and set to work.

κιτ, σετ

noun (set of pieces to build [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ben bought a model train kit and put it together this weekend.
Ο Μπεν αγόρασε ένα κιτ μοντελισμού για τραίνα και το συναρμολόγησε αυτό το σαββατοκύριακο.

εξοπλισμός

noun (uncountable (equipment, gear)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hiker grabbed his kit and went out into the mountains.
Ο πεζοπόρος πήρε τον εξοπλισμό του και πήγε στα βουνά.

ρούχα

noun (UK, informal, uncountable (clothing, outfit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You need to wear comfy kit to do yoga.

αλεπουδάκι

noun (baby fox)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fox had a kit, and needed to catch something if it was going to survive the winter.

καλάθι

noun (NZ (basket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The woman carried a kit full of tomatoes in from the garden.

ντύνω

phrasal verb, transitive, separable (provide [sb] with clothes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοπλίζω

phrasal verb, transitive, separable (equip [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σετ από ντραμς

noun (kit consisting of several drums)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It's always noisy at my house now; my brother got a drum set for his birthday.

κουτί πρώτων βοηθειών

noun (emergency medical set)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Motorists should carry a first-aid kit in their cars.

ποδοσφαιρικά ρούχα

noun (outfit worn to play soccer)

αθλητικά ρούχα

noun (UK (sports clothing)

Children bring their games kit to school in a drawstring bag.

σακίδιο στρατιώτη

noun (soldier's rucksack)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With his kit bag over his shoulder he set off to catch the train.

αθλητικό σακίδιο

noun (bag for sports clothing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I keep all my tennis gear in this kit bag.

ντύνω κπ με κτ

verbal expression (provide with clothes)

The kids are all kitted out with hats, gloves and scarves for the winter.

εξοπλίζω κπ με κτ

verbal expression (equip with [sth])

They kitted us out with water bottles, a two-man tent and a first-aid bag,

σακίδιο

noun (soldier's backpack)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκεύη φαγητού

noun (military: cooking utensils)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The troops were standing in line with their mess kits, waiting to eat.

πακέτο συνοδευτικών εγγράφων τύπου

noun (media publicity pack)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The marketing department is preparing a press kit for the launch of the product.

σετ επισκευής ελαστικών

noun (set of tools for patching a bicycle tyre)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
When my bicycle got a flat tire, I used my puncture repair kit to fix it.

σετ ξυρίσματος

noun (set of shaving accessories)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βασικός εξοπλισμός

noun (set of basic equipment)

νεσεσέρ

noun (wash bag containing toiletries)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εργαλειοθήκη

noun (set of tools)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Isaac spent Christmas tinkering with his new toolkit.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.