Τι σημαίνει το bitch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bitch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bitch στο Αγγλικά.

Η λέξη bitch στο Αγγλικά σημαίνει σκύλα, σκύλα, σκυλίτσα, παράπονο, μανίκι, ζόρι, πακέτο, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ, μπιπ, τσούλα, πουτάνα, σκρόφα, χαστούκι, χαστουκίζω, που δεν αξίζει μία, παγωμένη έκφραση, καθίκι, κάθαρμα, τομάρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bitch

σκύλα

noun (pejorative, offensive, vulgar, slang (unpleasant woman) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My neighbour is a complete bitch.
Η γειτόνισσά μου είναι εντελώς σκύλα.

σκύλα, σκυλίτσα

noun (female dog)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our cousin wants to mate his bitch with our dog.
Ο ξάδερφός μας θέλει να ζευγαρώσει τη σκυλίτσα του με τον σκύλο μας.

παράπονο

noun (vulgar, slang (complaint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The residents are always having a bitch about their landlord.
Οι ένοικοι κάνουν πάντα παράπονα για τον σπιτονοικοκύρη τους.

μανίκι, ζόρι, πακέτο

noun (mainly US, figurative, vulgar, slang (unpleasant thing) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mowing the lawn in the summer is a bitch.
Το να κουρεύεις το γκαζόν το καλοκαίρι είναι μανίκι.

γκρινιάζω

intransitive verb (vulgar, slang (complain) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stop bitching! You're giving me a headache.
Σταμάτα να γκρινιάζεις! Μου προκαλείς πονοκέφαλο.

γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ

(vulgar, slang (complain about [sth])

The employees stood at the coffee machine and bitched about their pay.
Οι εργαζόμενοι στέκονταν δίπλα στη μηχανή του καφέ και γκρίνιαζαν (or: μουρμούραγαν) για τον μισθό τους.

μπιπ

noun (vulgar, written, slang (bitch) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Eve got a detention for calling someone a b***ch.

τσούλα, πουτάνα, σκρόφα

noun (dated, pejorative, offensive, vulgar, slang (lewd woman) (μειωτικό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cuckolded husband called his wife a bitch.
Ο απατημένος σύζυγος αποκάλεσε τη γυναίκα του τσούλα.

χαστούκι

noun (slang, vulgar (smack across cheek)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαστουκίζω

transitive verb (slang, vulgar (smack across cheek)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που δεν αξίζει μία

adjective (US, vulgar, slang (worthless) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγωμένη έκφραση

noun (humorous, vulgar, informal (unsmiling expression)

καθίκι, κάθαρμα, τομάρι

noun (slang, pejorative, vulgar (despicable man) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That son of a bitch should be locked away for good. I'm going to kill that son of a bitch.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bitch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bitch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.