Τι σημαίνει το gâcher στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gâcher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gâcher στο Γαλλικά.

Η λέξη gâcher στο Γαλλικά σημαίνει σπαταλάω, σπαταλώ, σπαταλάω, σπαταλώ, αφαιρώ, χαλάω, χαλώ, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, χαλάω, καταστρέφω, χαλάω, χαλάω, καταστρέφω, σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω, χαλάω, χαλώ, χαλάω, χαλώ, διαλύω, καταστρέφω, δηλητηριάζω, αναμειγνύω, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ, χαλάω, βάζω τέλος σε κάτι, φουντάρω, περνάω κτ χαλαρά, περνάω κτ χωρίς να κάνω τίποτα, κάνω άνω κάτω, παίζω κτ κορώνα γράμματα, χάνω, χαραμίζω, καταστρέφω, διαλύω, χάνω, εμπόδιο, γαμάω, γαμώ, σκατώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gâcher

σπαταλάω, σπαταλώ

verbe transitif (une chance,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a gâché ses chances à l'université en n'étudiant pas.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην ξοδεύεις αλόγιστα τα λεφτά σου.

σπαταλάω, σπαταλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les Européens n'aiment pas gaspiller le papier.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στους Ευρωπαίους συχνά δεν αρέσει να σπαταλούν χαρτί.

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son langage de charretier vient gâcher son charme.

χαλάω, χαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu as dit à Mary que nous préparions une fête pour son anniversaire ? Tu as gâché la surprise alors !
Είπες στη Μαίρη ότι σχεδιάζαμε ένα πάρτι για τα γενέθλιά της; Χάλασες την έκπληξη τώρα!

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια

χαλάω, καταστρέφω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses remarques mal placées ont gâché ma soirée.
Τα πικρόχολα σχόλιά της κατέστρεψαν το απόγευμά μου.

χαλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'accident a gâché la toile.

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est important, alors essaie de ne pas tout gâcher.
Αυτό είναι σημαντικό, προσπάθησε να μην το καταστρέψεις.

σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il serait dommage de gâcher ton talent en ne l'utilisant pas.
Θα ήταν κρίμα να χαραμίσεις το ταλέντο σου με το να μην το αξιοποιήσεις.

χαλάω, χαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, χαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mauvaise humeur de Neil a gâché la journée de tout le monde au bord de la mer.
Η κακή διάθεση της Νιλ χάλασε σε όλους τη μέρα στην ακρογιαλιά.

διαλύω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les abus subis lorsqu'il était un jeune garçon ont gâché le reste de sa vie.
Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του.

δηλητηριάζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'attitude négative de Paul a gâché le voyage de Carl.

αναμειγνύω

verbe transitif (malaxer avec de l'eau)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouvrier gâchait le mortier à la chaux avec du ciment.

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

(familier) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aimerais que mes parents arrêtent de bousiller ma vie !
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ

(son temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω τέλος σε κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φουντάρω

verbe transitif (figuré) (μτφ: καταβυθίζω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω κτ χαλαρά, περνάω κτ χωρίς να κάνω τίποτα

κάνω άνω κάτω

παίζω κτ κορώνα γράμματα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω, χαραμίζω

verbe transitif (figuré : rater une opportunité) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ne faut pas que tu perdes cette occasion de rencontrer le roi.
Δεν πρέπει να χάσεις αυτή την ευκαιρία να γνωρίσεις το βασιλιά.

καταστρέφω, διαλύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ.

χάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu viens de perdre (or: gâcher) toute cette nourriture parce que tu la brûles !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία.

εμπόδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De fortes pluies pourraient bien venir gâcher la course programmée ce matin.
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο για την πραγματοποίηση του πρωινού αγώνα.

γαμάω, γαμώ, σκατώνω

(χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob s'est senti mal d'avoir gâché les vacances de tout le monde en tombant malade.
Ο Μπομπ ένιωσε άσχημα που χάλασε τις διακοπές όλων γιατί αρρώστησε.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gâcher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.