Τι σημαίνει το gentil στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gentil στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gentil στο Γαλλικά.

Η λέξη gentil στο Γαλλικά σημαίνει εθνικός, καλός, ήρωας, καλός, καλό παιδί, καλός, ευγενικός, καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος, ήπιος, πράος, συναισθηματικός, σαν καλό παιδί, καλός, καλός με κπ, άγγελος, καλοσυνάτος, καλόκαρδος, καλόψυχος, ευγενικός, φίλος, ελαστικός, συμπαθής, αξιαγάπητος, μεγαλόκαρδος, που σκέφτεται τους άλλους, πρόβατο, καλό παιδί, καλό παιδάκι, φιλικός, γλυκός σαν μέλι, καλός, εντάξει, γλυκός, είμαι καλός με κπ, καλός λόγος, τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου, είμαι επιεικής, είμαι ευγενικός, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για, πείθω με γλυκόλογα, φιλικός, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gentil

εθνικός

nom masculin (Religion, Histoire : non juif) (όχι εβραίος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les juifs, plutôt que les gentils, étaient les premiers disciples de Jésus.

καλός

(χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un homme bon.
Είναι καλός άνθρωπος.

ήρωας, καλός

(λογοτεχνία, φαντασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mais qui sont les gentils et qui sont les méchants ?

καλό παιδί

adjectif

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ce type a l'air gentil : pourquoi tu ne l'inviterais à sortir ? Ne laisse pas les autres profiter de toi juste parce que tu es un type bien.

καλός, ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet homme très gentil m'a aidé à traverser la rue.
Αυτός ο καλός (or: ευγενικός) κύριος με βοήθησε να περάσω απέναντι.

καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est tellement gentille. Elle a pris le temps de m'aider à faire mes devoirs.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι τόσο καλή. Βρήκε χρόνο να με βοηθήσει με τα μαθήματά μου.

ήπιος, πράος

(άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fred était quelqu'un de gentil apprécié de tous.
Ο Φρεντ ήταν ένας πράος άνθρωπος, αγαπητός από όλους.

συναισθηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαν καλό παιδί

adjectif (σε παιδί)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sois gentille et passe-moi mon médicament, s'il te plait.
Έχεις την καλοσύνη να μου φέρεις τα φάρμακά μου;

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Phil est quelqu'un de très gentil.
Ο Φιλ είναι ωραίος τύπος.

καλός με κπ

Ο βασιλιάς ήταν καλός με τους ανθρώπους της χώρας του και ήταν πολύ αρεστός.

άγγελος

adjectif

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sois gentil et va me chercher mes lunettes, s'il te plaît.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σ' ευχαριστώ που σήκωσες το τηλέφωνο για μένα. Είσαι ένας άγγελος!

καλοσυνάτος, καλόκαρδος, καλόψυχος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le gentil vieillard travaillait dans son potager et gardait un œil sur les enfants pendant la journée.
Ο καλοκάγαθος ηλικιωμένος δούλευε στον κήπο του και πρόσεχε τα παιδιά κατά τη διάρκεια της μέρας.

ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était gentil de votre part de m'aider.
Ήταν ευγενικό εκ μέρους σου να με βοηθήσεις.

φίλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sois gentil, prête-moi de l'argent, s'il te plaît.

ελαστικός

(μτφ: με κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les enfants l'aiment bien parce qu'elle est gentille avec eux.
Τα παιδιά τη συμπαθούν, επειδή είναι ελαστική (or: επιεικής) μαζί τους.

συμπαθής, αξιαγάπητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James est un gentil garçon.

μεγαλόκαρδος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary était une personne généreuse pas rancunière pour un sou.

που σκέφτεται τους άλλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La fille de Marylin est tellement prévenante ; elle s'occupe si bien de sa mère.
Η κόρη της Μέριλιν είναι τόσο συμπονετική· φροντίζει καλά τη μητέρα της.

πρόβατο

(figuré : personne gentille) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il semble menaçant mais c'est un ange dans l'âme.
Φαίνεται απειλητικός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πρόβατο.

καλό παιδί, καλό παιδάκι

(figuré, familier) (καθομιλουμένη: συνήθως σε νεότερο)

Sois un amour et aide-moi à faire la vaisselle, veux-tu ?
Θα μου δώσεις ένα χεράκι με τα πιάτα σαν καλό παιδί;

φιλικός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est tellement gentil. Tout le monde l'adore.
Είναι τόσο φιλικό άτομο! Όλοι τον συμπαθούν.

γλυκός σαν μέλι

locution adjectivale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλός

nom masculin (dans les fictions) (ταινία, βιβλίο κλπ)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Quasiment tous les grands films incluent des bons et des méchants.

εντάξει

(ανεπίσημο)

Ça va, elle est assez sympa mais sa sœur l'est plus.
Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.

γλυκός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι καλός με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλός λόγος

nom masculin

τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είμαι επιεικής, είμαι ευγενικός

(figuré)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ne prends pas de gants avec moi : tu dois me dire ce que tu penses vraiment.
Μην είσαι επιεικής (or: Μην είσαι ευγενικός) μαζί μου. Πρέπει να πεις αυτό που πιστεύεις.

δείχνω σεβασμό σε/προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'essaie toujours de faire preuve de respect envers les personnes âgées.

δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On ne t'a jamais appris à faire preuve de respect envers les personnes âgées ?

πείθω με γλυκόλογα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand ma fille commence à me dire des choses gentilles, je sais qu'elle veut quelque chose.

φιλικός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle était gentille avec la nouvelle qui appréciait son geste.
Ήταν φιλική με το καινούριο κορίτσι, το οποίο εκτίμησε την καλοσύνη της.

πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle m'a fait de l'œil, puis, a été toute gentille avec moi pour que je lui offre une nouvelle paire de chaussures.
Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gentil στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του gentil

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.