Τι σημαίνει το garde στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης garde στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του garde στο Γαλλικά.

Η λέξη garde στο Γαλλικά σημαίνει φύλακας, φρουρός, σκοπός, φρουρός, σκοπιά, ευθύνη, βάρδια, φρουρός, επιμέλεια, κηδεμονία, φρουρός, επιμέλεια, φύλαξη, πρώτο φύλλο, λαβή, φυλάω, φυλάγω, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, προσέχω, δεν βγάζω, προσέχω, κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου, φυλάσσω, κρατάω, φυλάω, κρατάω, αποθηκεύω, κρατάω, προσέχω, φροντίζω, προσέχω, κρατάω, κρατάω, κρατώ, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, κρατάω, δεν σπαταλάω, κρατώ, προσέχω, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλάω, κρατάω, κρατάω, κρατώ, διατηρώ, κρατάω, συγκρατώ, συγκρατώ, παρακρατώ, κρατάω, κρατάω, κρατάω, κρατώ, φυλάω σκοπιά, προειδοποιητικός, πρωτοποριακός, προχωρημένος, προηγμένος, σύγχρονος, ο θεός να σ`έχει καλά, φανάρι, ντουλάπι τροφίμων, φύλακας, κράτηση, προφυλάκιση, ακολουθία, κουστωδία, συνοδεία, προειδοποίηση, ο πρωτοστάτης, κελάρι, ακτοφυλακή, λιμενοφυλακή, παράπετο, κράτηση, θηροφύλακας, ακτοφυλακή, σκάφος της ακτοφυλακής, ενοικιασμένος αποθηκευτικός χώρος, ασφάλεια όπλου, αβάν-γκαρντ, ντουλάπι, λασπωτήρας, γκαρνταρόμπα, προστατευτικό από πιτσιλιές και λάσπη, αρπάζω, αμυντικός, λασπωτήρας, γκαρνταρόμπα, προειδοποίηση, προσοχή, προστατευτικό τζακιού, θηροφύλακας, αποθήκη, γύρα, οπισθοφυλακή, αποχωρητήριο, κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι, χωρίς κηδεμονία, διαθέσιμος για υπηρεσία, που έχει υπηρεσία, βραδυνός, προσοχή, σε επιφυλακή, υπό κράτηση, στο προσκήνιο, στην πρώτη γραμμή, υπό τον έλεγχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης garde

φύλακας, φρουρός

nom masculin (personne)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le garde faisait sa ronde autour de l'immeuble.
Ο φρουρός έκανε περιπολία γύρω από το κτίριο.

σκοπός, φρουρός

nom masculin (Militaire)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le garde a été appelé pour gérer la situation.
Ο φρουρός εκλήθη να βοηθήσει με το θέμα.

σκοπιά

(Militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le soldat vient de faire quatre heures de garde.
Ο οπλίτης φύλαγε σκοπιά τις τελευταίες τέσσερις ώρες.

ευθύνη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'oncle avait la garde des enfants lorsque leurs parents étaient malades.

βάρδια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon tour de garde va commencer.
Η βάρδιά μου θα ξεκινήσει όπου να 'ναι.

φρουρός

nom masculin (soldat de la garde royale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιμέλεια, κηδεμονία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les parents d'Isaisah partagent la garde de manière équitable.
Οι γονείς του Ησαΐα έχουν από κοινού την επιμέλεια.

φρουρός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιμέλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'œuvre volée est de retour saine et sauve sous la garde du musée.

φύλαξη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτο φύλλο

nom féminin (ανάλογα τη θέση)

λαβή

(ξίφος, μαχαίρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυλάω, φυλάγω

verbe transitif (protéger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chien gardait le jardin.
Ο σκύλος φυλούσε την πίσω αυλή.

προστατεύω, διατηρώ άθικτο

verbe transitif (un objet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Veux-tu bien garder mon appareil photo pendant que je me baigne ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και το εννοούσα.

προσέχω

verbe transitif (μωρό ή παιδί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai demandé à ma mère de garder Tom pour que je puisse faire des heures supplémentaires.

δεν βγάζω

verbe transitif (un vêtement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je garde toujours mon T-shirt à la plage pour ne pas attraper de coup de soleil.

προσέχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourrais-tu garder mon doberman pendant trois jours ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρόσεχε το μωρό όσο θα ετοιμάζω το μπάνιο του.

κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου

verbe transitif

Tania mourait d'envie de dire le secret à Audrey, mais elle a réussi à le garder.

φυλάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prisonnier était gardé par une escorte armée.
Ένοπλη συνοδεία φύλασσε τον κρατούμενο.

κρατάω, φυλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel veut garder le meilleur pour la fin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλει να φυλάξει το καλύτερο για το τέλος.

κρατάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai été viré quatre fois : je suis incapable de garder un boulot !
Έχω απολυθεί τέσσερις φορές. Δεν καταφέρνω να κρατήσω δουλειά!

αποθηκεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai gardé le reste du gâteau pour demain.
Φύλαξα το υπόλοιπο γλυκό για αργότερα.

κρατάω

(δεν χρησιμοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais garder certaines de ces conserves pour l'été prochain.
Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι.

προσέχω, φροντίζω

verbe transitif (un enfant, un animal) (φροντίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma sœur garde les enfants lorsque je travaille.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχε το νου σου στα παιδιά όσο θα λείπω.

προσέχω, κρατάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
M. et Mme Dupont ont demandé à Julie de garder leur fils.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a gardé à vue le suspect.

κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous gardions quelques euros en cas d'urgence.

κρατάω

(κηδεμονία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a gardé les enfants après le divorce.
Κράτησε αυτή τα παιδιά μετά το διαζύγιο.

δεν σπαταλάω

(sa salive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Garde ta salive !

κρατώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maison de disques a gardé le dernier album du groupe jusqu’à ce que le litige au sujet du contrat soit réglé.

προσέχω

verbe transitif (des enfants)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate a gardé quatre enfants pendant l'été.

κρατάω, κρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a gardé les hommes toute la nuit pour les interroger.

φυλάω

(argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essaie d'économiser ton argent, ou tu seras complètement fauché d'ici vendredi.

φυλάω, κρατάω

verbe transitif (διατηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne bois pas toute l'eau. Nous devons en garder (or: conserver) pour demain.
Μην πιεις όλο το νερό. Πρέπει να φυλάξουμε (or: κρατήσουμε) λίγο για αύριο.

κρατάω, κρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Irene a gardé la clé au cas où elle en aurait besoin à l'avenir.
Η Ιρέν κράτησε το κλειδί σε περίπτωση που το χρειαζόταν και πάλι μελλοντικά.

διατηρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pendant toutes les années de pauvreté, elle a réussi à conserver sa dignité.
Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της.

κρατάω

verbe transitif (δεν επιστρέφω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai décidé de garder (or: conserver) le vélo plutôt que de le rendre au magasin.
Αποφάσισα να κρατήσω το ποδήλατο αντί να το επιστρέψω στο μαγαζί.

συγκρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce compost garde bien l'humidité donc vous n'avez pas besoin d'arroser vos plantes aussi souvent.
Αυτό το κομπόστ συγκρατεί καλά την υγρασία, οπότε δεν χρειάζεται να ποτίζεις τα φυτά σου τόσο συχνά.

συγκρατώ, παρακρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ne m'a pas rendu tout l'argent aujourd'hui : il en garde (or: retient) la moitié jusqu'à ce que le travail soit fini.
Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά.

κρατάω

verbe transitif (συντηρώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gardons (or: Conservons) le reste du charbon pour les grands froids.
Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα.

κρατάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son fils n'arrive jamais à garder un travail très longtemps. Il finit toujours par se faire virer.
Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει δουλειά, όλο τον απολύουν.

κρατάω, κρατώ

verbe transitif (un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourriez-vous garder cette boîte pour moi une minute ?

φυλάω σκοπιά

verbe intransitif

Tu ne dois pas dormir ce soir. Tu dois monter la garde en cas de cambriolage.

προειδοποιητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le conte de fées est en fait un avertissement (or: une mise en garde) pour prévenir les enfants du danger de parler aux inconnus.

πρωτοποριακός, προχωρημένος, προηγμένος, σύγχρονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
À son époque, Picasso était un artiste avant-gardiste.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. O Τζον Κέιτζ ήταν αβανγκάρντ συνθέτης.

ο θεός να σ`έχει καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φανάρι

nom masculin invariable (παλαιό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Autrefois, on conservait la nourriture dans un garde-manger.
Ο κόσμος συνήθιζε να αποθηκεύει τα τρόφιμα σε φανάρια.

ντουλάπι τροφίμων

(placard)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Notre maison a un grand garde-manger pour stocker toute notre nourriture.
Το σπίτι μας έχει μια ωραία μεγάλη αποθήκη τροφίμων για να αποθηκεύουμε τα τρόφιμά μας.

φύλακας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Si vous rencontrez des problèmes dans le parc, vous devriez trouver un garde-forestier.
Εάν αντιμετωπίσετε προβλήματα στο πάρκο, απευθυνθείτε σε έναν φύλακα.

κράτηση, προφυλάκιση

(υπόπτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un ordre de détention de l'homme a été émis par le juge.

ακολουθία, κουστωδία, συνοδεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a donné sa permission mais elle incluait quelques avertissements.
Παραχώρησε άδεια, αλλά έδωσε και αρκετές προειδοποιήσεις.

ο πρωτοστάτης

nom féminin

Nous avons toujours été à l'avant-garde de l'innovation technologique.

κελάρι

(pièce) (υπόγειος χώρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mets les produits non périssables dans le cellier (or: garde-manger).

ακτοφυλακή, λιμενοφυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράπετο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κράτηση

(σε φυλακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θηροφύλακας

nom masculin (φύλακας κυνηγετικής περιοχής)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ακτοφυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les garde-côtes de ce pays fournissent différents services maritimes.
Η ακτοφυλακή της χώρας παρέχει διάφορες ναυτιλιακές υπηρεσίες.

σκάφος της ακτοφυλακής

nom masculin (navire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενοικιασμένος αποθηκευτικός χώρος

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασφάλεια όπλου

nom féminin (arme à feu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αβάν-γκαρντ

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'avant-garde tente de repousser les limites de l'art jusqu'au point de rupture.
Η αβάν-γκαρντ προσπαθεί να φτάσει την τέχνη στα όριά της.

ντουλάπι

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λασπωτήρας

nom masculin (προστασία από λάσπη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γκαρνταρόμπα

nom féminin (placard)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστατευτικό από πιτσιλιές και λάσπη

nom masculin (σε όχημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρπάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Άρπα την, κύριε! φώναξε ο Σέρλοκ Χόλμς, τραβώντας το μπαστούνι-σπαθί του.

αμυντικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λασπωτήρας

nom masculin invariable (vélo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Kate est tombée à vélo et a tordu son garde-boue. Je suis bien content d'avoir des garde-boue quand il pleut.

γκαρνταρόμπα

nom féminin (vêtements)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter en a assez de ses vêtements et a décidé d'aller faire les boutiques pour refaire sa garde-robe.
Ο Πίτερ βαρέθηκε τα ρούχα του και αποφάσισε να πάει για ψώνια για να ανανεώσει εξ' ολοκλήρου την γκαρνταρόμπα του.

προειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσοχή

nom masculin invariable (Militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les soldats doivent se mettre au garde-à-vous.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι νεοσύλλεκτοι οφείλουν να στέκονται προσοχή.

προστατευτικό τζακιού

nom masculin (cheminée)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θηροφύλακας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αποθήκη

nom masculin (dans les maisons bourgeoises anglaises)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γύρα

(facteur) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai dit bonjour au livreur de journaux qui faisait sa tournée quotidienne.

οπισθοφυλακή

nom féminin (Militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'arrière-garde était exposée au plus grand danger lorsque l'armée était en retraite.

αποχωρητήριο

nom féminin (vieux : latrines)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς κηδεμονία

adjectif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαθέσιμος για υπηρεσία

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Samedi soir, le médecin de garde est le Dr. X.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο οικογενειακός μου γιατρός είναι διαθέσιμος για υπηρεσία κάθε Σαββατόβραδο για έκτακτα περιστατικά ασθενών.

που έχει υπηρεσία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το προσωπικό που έχει υπηρεσία χρειάστηκε να καλέσει ενισχύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης.

βραδυνός

(courses)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσοχή

adverbe

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La troupe se tient au garde-à-vous.

σε επιφυλακή

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le héros se remit en garde, déterminé à arracher la princesse des griffes du dragon.

υπό κράτηση

(pour interrogation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο προσκήνιο, στην πρώτη γραμμή

locution adverbiale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπό τον έλεγχο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του garde στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του garde

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.