Τι σημαίνει το gamble στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gamble στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gamble στο Αγγλικά.

Η λέξη gamble στο Αγγλικά σημαίνει τζογάρω, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω σε κτ, στοιχηματίζω, ποντάρω, ποντάρω κτ σε κτ, ρισκάρω, ποντάρω σε κτ, ρισκάρω, ρίσκο, χάνω στον τζόγο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gamble

τζογάρω, στοιχηματίζω

intransitive verb (place bets)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I rarely gamble, but I couldn't resist placing a bet on that horse.

στοιχηματίζω σε κτ

(place bets on)

Alan is addicted to the thrill he gets from gambling on the throw of a dice.

στοιχηματίζω, ποντάρω

transitive verb (wager in a game of chance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The woman gambled her life savings in the casino and lost everything.

ποντάρω κτ σε κτ

(bet or risk [sth] on)

Ed gambled his car on a poker game and lost.

ρισκάρω

intransitive verb (figurative (take a chance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That's a big risk to take with your business; you shouldn't gamble unless you are sure you can afford the losses if it goes wrong.
Είναι μεγάλο ρίσκο για την επιχείρησή σου. Δε θα έπρεπε να τζογάρεις αν δεν είναι σίγουρος πως μπορείς να καλύψεις τις απώλειες αν κάτι πάει στραβά.

ποντάρω σε κτ

(figurative (take a chance on)

I'd like to get to the station at least thirty minutes early; I don't want to gamble on the train being late. When you gamble on the weather you don't always win.
Θα ήθελα να πάω στον σταθμό τουλάχιστον τριάντα λεπτά νωρίτερα. Δε θέλω να ποντάρω στο ότι το τρένο μπορεί να καθυστερήσει. Όταν στηρίζεσαι (or: βασίζεσαι) στον καιρό, δεν κερδίζεις πάντα.

ρισκάρω

(figurative (take risks)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hughes accused the government of allowing bankers to gamble with people's futures.
Ο Χιου κατηγόρησε την κυβέρνηση πως άφησε τους τραπεζίτες να παίξουν με το μέλλον του κόσμου.

ρίσκο

noun (figurative, informal ([sth] risky)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Setting up a new business in a slow economy is a gamble.

χάνω στον τζόγο

(lose through gambling)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has gambled away next month's rent money.
Έχασε στον τζόγο τα χρήματα για το ενοίκιο του επόμενου μήνα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gamble στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.