Τι σημαίνει το gang στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gang στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gang στο Αγγλικά.

Η λέξη gang στο Αγγλικά σημαίνει συμμορία, η παρέα, συνεργείο, κάνω κόμμα, κάνω κόμμα, <div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ομαδικός βιασμός, βιάζω ομαδικά, συσπειρώνομαι, πόλεμος συμμοριών, πόλεμος συμμοριών, ομαδικός βιασμός, όργιο, ομάδα εξαναγκασμού πολιτών για να καταταγούν στον στρατό, αναγκάζω, εξαναγκάζω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gang

συμμορία

noun (criminal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There were two rival gangs fighting in the neighborhood, which made it a dangerous place to live.
Υπάρχουν δυο αντίπαλες συμμορίες στη γειτονιά και γι' αυτό είναι επικίνδυνο μέρος να ζει κανείς.

η παρέα

noun (informal (friends)

Robert went to hang out with the gang on Saturday.
Ο Ρόμπερτ βγήκε με την παρέα το Σάββατο.

συνεργείο

noun (workmen)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian managed a construction gang.
Ο Μπράιαν διηύθυνε ένα κατασκευαστικό συνεργείο.

κάνω κόμμα

phrasal verb, intransitive (informal (work as group) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The opposition parties ganged up to block the government's plans.

κάνω κόμμα

phrasal verb, intransitive (informal (oppose as group) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can't win an argument with those two: they gang up every time.

<div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (attack as group) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Every time the teacher makes a mistake, the students gang up on her to point it out.
Κάθε φορά που η δασκάλα κάνει ένα λάθος, οι μαθητές συσπειρώνονται εναντίον της για να της το επισημάνουν.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (prisoners chained together to work)

The prisoners on the chain gang were sent to break up rocks in the quarry.

ομαδικός βιασμός

noun (forced sex with several people)

βιάζω ομαδικά

transitive verb (force sex with several people)

συσπειρώνομαι

intransitive verb (act as a group)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πόλεμος συμμοριών

noun (conflict between urban gangs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Certain urban areas are not safe due to one gang war after another.

πόλεμος συμμοριών

noun (conflict between urban gangs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Local politicians are warning that the city's gang warfare is out of control.

ομαδικός βιασμός

noun (slang (rape by group of people)

The woman was a victim of abduction and gangbang.

όργιο

noun (slang (group sex) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My wife told me that she has always been interested in trying a gangbang.

ομάδα εξαναγκασμού πολιτών για να καταταγούν στον στρατό

noun (historical (forces military service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The crew of the ship were supplied by the press gang.

αναγκάζω, εξαναγκάζω

transitive verb (figurative (forcefully persuade [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel didn't really want to go on the trip, but the others press-ganged her.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ

transitive verb (figurative (forcefully persuade [sb] to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Louis was press-ganged into organizing the children's party.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gang στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gang

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.