Τι σημαίνει το risk στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης risk στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του risk στο Αγγλικά.

Η λέξη risk στο Αγγλικά σημαίνει κίνδυνος, κίνδυνος, διακινδυνεύω, ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, φλερτάρω, κίνδυνος, διακινδύνευση, σε κίνδυνο, σε κίνδυνο, αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, με δική σας ευθύνη, αξίζει το ρίσκο, υπολογισμένος κίνδυνος, κίνδυνος απώλειας πελάτη, κίνδυνος υπερβολικής κερδοσκοπίας, κίνδυνος φωτιάς, υψηλού ρίσκου, αυξημένος κίνδυνος, δείκτης κινδύνου, χαμηλού κινδύνου, υπό διαχείριση κίνδυνος, αποτελώ κίνδυνο, θέτω κπ/κτ σε κίνδυνο, θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο, θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνο, εκτίμηση κινδύνου, αξιολόγηση κινδύνου, που αποφεύγει τον κίνδυνο, επισφαλής, κεφάλαιο, διαχείριση κρίσεων, αμοιβή κινδύνου, ριψοκίνδυνος, παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματα, κάνω διαχείριση κινδύνου, το να ρισκάρω, το να πάρω ένα ρίσκο, Σύμβουλος Διαχείρισης Ασφαλιστικού Κινδύνου, ρισκάρω, ρισκάρω να κάνω κτ, πιθανός κίνδυνος για την ασφάλεια, παίρνω το ρίσκο, παίρνω το ρίσκο να κάνω κτ, που αξίζει το ρίσκο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης risk

κίνδυνος

noun (hazard)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Riding a bicycle without a helmet is a risk I prefer to avoid.
Το να ποδηλατώ χωρίς κράνος είναι ένα ρίσκο που προτιμώ να αποφεύγω.

κίνδυνος

noun (degree of danger)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What is the risk of breast cancer in women aged 50-60?
Τι πιθανότητα έχουν οι γυναίκες μεταξύ 50 και 60 ετών να προσβληθούν από καρκίνο του μαστού;

διακινδυνεύω

transitive verb (expose to danger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You're risking your life by driving at that speed.
Ρισκάρεις τη ζωή σου οδηγώντας με τέτοια ταχύτητα.

ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω

transitive verb (court the loss of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I risked all my money in the casino.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Διακινδύνεψε τη ζωή του στη θάλασσα, προσπαθώντας να σώσει τον άγνωστο.

φλερτάρω

transitive verb (court danger of) (μτφ: με έναν κίνδυνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I risked bankruptcy with that last deal.
Κόντεψα να χρεοκοπήσω με την τελευταία συμφωνία.

κίνδυνος

noun (insurance: type of loss)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This insurance policy covers us against the risk of fire and theft.
Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μας καλύπτει έναντι του κινδύνου πυρκαγιάς και κλοπής.

διακινδύνευση

noun (law: chance of loss)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The attorney evaluated the risk with his client.

σε κίνδυνο

adverb (in danger)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Driving while drunk puts people's lives at risk.
Η οδήγηση σε κατάσταση μέθης βάζει σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων.

σε κίνδυνο

adjective (in danger)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Urban women in the age group of 30-45 years have emerged as an at-risk population for heart diseases.
Έχει προκύψει ότι οι γυναίκες των πόλεων ηλικίας 30-45 ετών συνιστούν μια πληθυσμιακή ομάδα που βρίσκεται σε κίνδυνο όσον αφορά τις καρδιακές παθήσεις.

αντιμέτωπος με τον κίνδυνο

expression (having increased chance of: [sth] bad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People who smoke are at increased risk for cancer.
Όσοι καπνίζουν είναι αντιμέτωποι με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.

με δική σας ευθύνη

adverb (without anyone else being liable)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Swim in the river at your own risk.

αξίζει το ρίσκο

verbal expression (merit possible danger or loss)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
I know it seems expensive but I know it will increase in value so I think it will be worth the risk.
Ξέρω ότι φαίνεται ακριβό, αλλά ξέρω ότι θα ανέβει η αξία του, οπότε νομίζω ότι αξίζει το ρίσκο.

υπολογισμένος κίνδυνος

noun (chance taken)

We took a calculated risk and drove to Bob's house in the hope that he would be there.
Πήραμε συνειδητά το ρίσκο και περάσαμε από το σπίτι του Μπομπ μήπως και είναι εκεί.

κίνδυνος απώλειας πελάτη

noun (chance a customer will switch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The churn risk is the customer's likelihood to defect and switch to another company.

κίνδυνος υπερβολικής κερδοσκοπίας

noun (likelihood of excessive trading)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
New technologies like smart phones have a high churning risk.

κίνδυνος φωτιάς

noun ([sth] that can cause a fire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Throwing a cigarette out of the car window is a fire risk.

υψηλού ρίσκου

adjective (very dangerous)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Motorcycle racing is a high-risk sport.

αυξημένος κίνδυνος

noun (higher chance: of [sth] bad)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you smoke, you have an increased risk of getting lung cancer.

δείκτης κινδύνου

noun (business: measure of risk)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Excess weight is a key risk indicator of many diseases.

χαμηλού κινδύνου

noun (involving little danger)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I have a low risk pregnancy.

υπό διαχείριση κίνδυνος

noun (controlled investment)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
These investments are managed risks.

αποτελώ κίνδυνο

verbal expression (be dangerous)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέτω κπ/κτ σε κίνδυνο

verbal expression (endanger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil's reckless behaviour poses a risk to everyone on the team.

θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο

verbal expression (endanger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have put our lives at risk by driving so carelessly.

θέτω κπ/κάτι σε κίνδυνο

verbal expression (expose to)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
We were put at risk of severe sunburn, working outdoors at midday.

εκτίμηση κινδύνου, αξιολόγηση κινδύνου

noun (evaluation of likely losses)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The company won't begin the project until a risk assessment is completed.

που αποφεύγει τον κίνδυνο

adjective (investor: chooses lower risk) (για επενδυτές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Risk-averse investors tend to avoid investments with high volatility.

επισφαλής

adjective (involving potential loss)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bank filed a report on its risk-bearing capacity.

κεφάλαιο

noun (econ: money invested in a new venture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Entrepreneurs are finding risk capital increasingly difficult to come by.

διαχείριση κρίσεων

noun (investment: minimizing loss)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Risk management is the process of assessing risks and taking steps either to eliminate or reduce them.

αμοιβή κινδύνου

noun (finance: reward for a risky asset)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ριψοκίνδυνος

noun ([sb] who lives dangerously)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've been a risk-taker all my life.

παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματα

verbal expression (do [sth] extremely dangerous)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You risk your life when you drive too quickly.

κάνω διαχείριση κινδύνου

intransitive verb (control potential losses)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να ρισκάρω, το να πάρω ένα ρίσκο

noun (courting danger or loss)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Sandra has never been keen on risk-taking.

Σύμβουλος Διαχείρισης Ασφαλιστικού Κινδύνου

noun (insurance consultant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ρισκάρω

verbal expression (expose yourself to a danger)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I could leave my kids home alone while I go to the store, but I don't want to run the risk.

ρισκάρω να κάνω κτ

verbal expression (expose yourself to the danger of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You run the risk of becoming dehydrated if you don't drink enough liquids.

πιθανός κίνδυνος για την ασφάλεια

noun (potential danger to state security)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Foreign nationals who are considered to be a security risk will be deported.

παίρνω το ρίσκο

verbal expression (gamble, accept potential danger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't imagine why you would take the risk.

παίρνω το ρίσκο να κάνω κτ

verbal expression (do [sth] despite danger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you think it's wise to take the risk of starting a business in the current economic climate?

που αξίζει το ρίσκο

adjective (meriting possible danger or loss)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scientists who chase tornadoes believe that the amount of information they gather makes it worth the risk.
Ο επιστήμονες που κυνηγούν τυφώνες πιστεύουν ότι ο όγκος πληροφοριών που συγκεντρώνουν κάνει τη δουλειά τους να αξίζει το ρίσκο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του risk στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του risk

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.