Τι σημαίνει το gastar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gastar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gastar στο πορτογαλικά.
Η λέξη gastar στο πορτογαλικά σημαίνει ξοδεύω, καταβάλω, ξοδεύω, φθείρομαι, ξοδεύω χρήματα, τελειώνω, τρώω, ξοδεύω, εκφράζω, δαπανώ, ξοδεύω, λιώνω, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, ξοδεύω, τρώω, πετάω, χαλάω, λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ, ξοδεύομαι, φθείρω, πληρώνω, ξοδεύω, σπαταλάω, σπαταλώ, καίω, ξοδεύω, χαλάω, επενδύω, φθείρω, χάνω, ποδαρόδρομος, χρήματα για να κινούμαι, διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, ψάχνω για δουλειά, ξοδεύω υπερβολικά, ξοδεύομαι, ξοδεύω περισσότερο, ξοδεύω χρήματα, δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gastar
ξοδεύωverbo transitivo (dinheiro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O governo vai gastar este dinheiro com projetos. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μη σπαταλάς όλα τα χρήματά σου σε καλλυντικά. |
καταβάλωverbo transitivo (esforço: uso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você não deveria gastar tanto esforço nos projetos dele. Δεν χρειάζεται να καταβάλεις τόση προσπάθεια σε αυτά τα πρότζεκτ. |
ξοδεύω(dinheiro, tempo, etc) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você devia parar de gastar e começar a poupar. |
φθείρομαι(erodir) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O salto do meu sapato direito gasta mais do que o esquerdo Το τακούνι από το δεξί μου παπούτσι φθείρεται περισσότερο από το αριστερό. |
ξοδεύω χρήματαverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gastei quase tudo o que tinha na geladeira para esta refeição. Mary gastou toda a minha gasolina e não encheu o tanque. Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο. |
τρώω(ανεπίσημο, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela gastou cinquenta pratas em uma nova guitarra. |
εκφράζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tudo depende de como você deseja gastar. É barato ou não é caro? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εξαρτάται από το πως θέλεις να το αποκαλέσεις. Είναι φτηνό ή απλά δεν είναι ακριβό; |
δαπανώ, ξοδεύωverbo transitivo (χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gastamos todo o orçamento apenas abrindo o nosso escritório. |
λιώνωverbo transitivo (fazer buraco) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τα παιδιά μας έλιωσαν τα παντελόνια τους στα γόνατα. |
χρησιμοποιώ, καταναλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gastei todas as minhas roupas limpas desta semana. Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας! |
ξοδεύωverbo transitivo (ελαφρώς αρνητικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele gastou mil dólares no cassino no fim de semana. |
τρώω, πετάω, χαλάωverbo transitivo (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O músico gastou toda sua fortuna e estava pobre de novo. |
λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ(combustível) |
ξοδεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φθείρω(destruir devido ao uso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Desembolsei muito dinheiro por este computador caro. Έδωσα πολλά χρήματα για αυτό τον ακριβό υπολογιστή. |
ξοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπαταλάω, σπαταλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os europeus não gostam de desperdiçar papel. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στους Ευρωπαίους συχνά δεν αρέσει να σπαταλούν χαρτί. |
καίωverbo transitivo (ενέργεια, θερμίδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deixe as crianças correr para que queimem toda a sua energia. Άσε τα παιδιά να τρέχουν, για να κάψουν έτσι όλη τους της ενέργεια. |
ξοδεύω, χαλάωverbo transitivo (dinheiro: pagar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O pai dela terá de desembolsar muito dinheiro para pagar pelo casamento dela. Ο πατέρας της θα πρέπει να ξοδέψει πολλά χρήματα για να πληρώσει για τον γάμο της. |
επενδύωverbo transitivo (devotar tempo) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O gerente investiu muito dinheiro tentando desenvolver seus empregados. Ο μάνατζερ επένδυσε πολύ χρόνο προσπαθώντας να αναπτύξει τις δεξιότητες των υπαλλήλων του. |
φθείρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Caminhadas constantes desgastaram as solas desses sapatos. |
χάνωverbo transitivo (dinheiro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele perdeu milhares de dólares em jogo na semana passada. |
ποδαρόδρομοςexpressão (figurado, esforço para fazer algo) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χρήματα για να κινούμαι(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου(administrar as finanças) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνω για δουλειά(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξοδεύω υπερβολικά(gastar dinheiro demais) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξοδεύομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ξοδευτήκαμε χθες το βράδυ και πήγαμε σε ένα καλό εστιατόριο. |
ξοδεύω περισσότερο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξοδεύω χρήματαexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ(informal) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μόλις δώσαμε ένα κάρο λεφτά για πολυτελείς διακοπές. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gastar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του gastar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.