Τι σημαίνει το pouco στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pouco στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pouco στο πορτογαλικά.

Η λέξη pouco στο πορτογαλικά σημαίνει ελάχιστος, ελάχιστα, ελάχιστα, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, λίγοι, λίγος, σχεδόν καθόλου, σταλιά, λίγοι, σταλιά, λίγοι, μια ιδέα, μια σταλιά, λίγος, λίγος, λίγος, σταλιά, στάλα, ο λιγότερος, μόλις, πολύ σύντομα, που δεν είναι κολακευτικός, χαλαρός, ατεκμηρίωτος, αβάσιμος, ελαφρώς, λίγο, κάπως, αμέσως, άμεσα, εμφυσύω κτ σε κπ, εμπνέω κτ σε κπ, δουλεύω, λασπωμένος, μη παρουσιάσιμος, παραλίγο, σχεδόν, ούτε, τελειώνω, ασαφής, άχρηστος, άσχετος, ανίκανος, στραβός, άσπλαχνος, άκαρδος, σκληρός, αρνητικός, μη απαιτητικός, ανεπαρκώς επανδρωμένος, πεζός, κοινότυπος, που δεν είναι ελκυστικός, ανεπικερδής, άκαρπος, τμηματικός, αποσπασματικός, σεμνός, μετριόφρων, μη εποικοδομητικός, ασύχναστος, μη ενημερωτικός, ανέφικτος, ανεπίτευκτος, απλός, κοινός, συνήθης, μέσος, αταξίδευτος, άπειρος, άμαθος, αμάθητος, αμήχανος, ελάχιστα γνωστός, άσημος, λίγο αλμυρός, ελαφρά αλατισμένος, πολύ λίγοι, χαμηλής ειδίκευσης, πολύ λίγοι, μόλις, ίσα, μέχρι πρόσφατα, λίγο, σταδιακά, με μικρή διαφορά, μετά από λίγο, σε λιγάκι, σε λίγο, σε μικρές δόσεις, ελάχιστα, λιγάκι, λίγο λίγο, καθόλου, για λίγο, για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο, σε λιγάκι, σύντομα, σε λίγο καιρό, πριν λίγο, πριν από λίγο, σταδιακά, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, λίγο, λιγουλάκι, για λίγο, πολύ λίγο, μέχρι προσφάτως, πολύ λίγο, λίγο μετά, λίγο αργότερα, ύστερα από λίγο, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, σιγά σιγά, κάπως, λίγο, χωρίς ενθουσιασμό, ανθυγιεινά, καθόλου, λίγο λίγο, τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο, λίγο πιο πέρα, λίγο μετά, λίγο πιο κάτω, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pouco

ελάχιστος

adjetivo (não muito) (σχεδόν καθόλου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela bebe pouco álcool.
Πίνει ελάχιστο (or: πολύ λίγο) αλκοόλ.

ελάχιστα

advérbio (σχεδόν καθόλου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A criança comeu pouco no jantar.
Το παιδί έφαγε ελάχιστα (or: πολύ λίγο) για βραδινό.

ελάχιστα

advérbio (pequena quantidade)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela era muito tímida e falava pouco.
Ήταν πολύ ντροπαλή και μίλησε ελάχιστα.

όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Estou meio inclinado a aceitar essa oferta.
Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου.

λίγοι

pronome (pequeno número de pessoas) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Poucas pessoas sabem que a esposa de Schumann era uma compositora talentosa.
Λίγοι άνθρωποι ξέρουν ότι και η σύζυγος του Σούμαν ήταν επίσης ταλαντούχα συνθέτρια.

λίγος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu quero só um pouco de sal na minha batata.
Θέλω μόνο λίγο αλάτι στις πατάτες μου.

σχεδόν καθόλου

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dorothy tem pouca pena de pessoas ricas e infelizes.
Η Ντόροθι δεν συμπονεί σχεδόν καθόλου τους δυστυχισμένους πλούσιους ανθρώπους.

σταλιά

substantivo masculino (μικρή ποσότητα υγρού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λίγοι

adjetivo (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenho poucas perguntas para você responder.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι συμμετέχοντες στην εκδρομή ήταν ευάριθμοι.

σταλιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λίγοι

pronome (μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Poucos vieram, não muitos.
Λίγοι ήρθαν, όχι πολλοί.

μια ιδέα, μια σταλιά

substantivo masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tinha um pouco de canela na torta de maçã.

λίγος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John está em casa longe do trabalho hoje porque está com um pouco de febre.

λίγος

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Σοκολάτα; Θα πάρω λίγη μόνο.

λίγος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quer um pouco de chá? Robert perguntou a Daniel se ele queria um pouco do almoço.

σταλιά, στάλα

(figurado) (μεταφορικά: λίγο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο λιγότερος

Dentre os três irmãos, Tony gasta o mínimo de dinheiro com roupas.

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mal tem comida suficiente para todo mundo na festa.
Το φαγητό ίσα που φτάνει για όλους στο πάρτι.

πολύ σύντομα

(em pouco tempo a partir de agora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που δεν είναι κολακευτικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαλαρός

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O trabalho anda bem parado no momento; não temos muito o que fazer.
Η δουλειά είναι αρκετά χαλαρή αυτήν τη στιγμή. Δεν έχουμε πολλά να κάνουμε.

ατεκμηρίωτος, αβάσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos os dias ela chega atrasada com outra desculpa inconsistente.
Κάθε μέρα έρχεται καθυστερημένη με μια ακόμη διάτρητη δικαιολογία.

ελαφρώς, λίγο, κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você não está meio velho pra assistir desenhos?

αμέσως, άμεσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu vou chegar para vê-lo logo.

εμφυσύω κτ σε κπ, εμπνέω κτ σε κπ

(em alguém) (μεταδίδω)

δουλεύω

(μεταφορικά: πειράζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Με δουλεύεις ή μιλάς σοβαρά;

λασπωμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O cozinheiro serviu a Pippa algum tipo de ensopado pastoso; não parecia muito bom.
Ο μάγειρας σέρβιρε στην Πίπα κάποιο είδος λασπωμένου στιφάδου. Δεν φαινόταν και πολύ καλό.

μη παρουσιάσιμος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραλίγο

(resultado negativo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu quase esqueci de trancar a porta.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ούτε

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

τελειώνω

locução adverbial

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μας τελειώνει το χαρτί υγείας.

ασαφής

adjetivo (sem significado claro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχρηστος, άσχετος, ανίκανος

locução adjetiva (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Θα ήθελα να σε βοηθήσω στη διακόσμηση, αλλά είμαι παντελώς άχρηστος.

στραβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσπλαχνος, άκαρδος, σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρνητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη απαιτητικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεπαρκώς επανδρωμένος

locução adjetiva (com quantidade insuficiente de funcionários)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεζός, κοινότυπος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν είναι ελκυστικός

(sem atrativo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεπικερδής, άκαρπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τμηματικός, αποσπασματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σεμνός, μετριόφρων

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη εποικοδομητικός

(δεν προσφέρει γνώσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασύχναστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη ενημερωτικός

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανέφικτος, ανεπίτευκτος

adjetivo (για ιδέες, προτάσεις κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απλός, κοινός, συνήθης, μέσος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αταξίδευτος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άπειρος, άμαθος, αμάθητος

(χωρίς εμπειρία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμήχανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάχιστα γνωστός, άσημος

locução adjetiva (não famoso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Περάσαμε το καλοκαίρι σε μια καλύβα σε ένα ελάχιστα γνωστό ελληνικό νησί. Πριν κάνει τη μεγάλη της επιτυχία, ήταν μια άσημη ηθοποιός.

λίγο αλμυρός, ελαφρά αλατισμένος

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Προτιμώ ελαφρά αλατισμένο βούτυρο για γενική χρήση και ανάλατο όταν φτιάχνω κέικ.

πολύ λίγοι

locução adjetiva (um número insuficiente)

Tenho muito poucos livros para encher minha estante.
Δεν έχουν αρκετά βιβλία για να γεμίσω τη βιβλιοθήκη μου.

χαμηλής ειδίκευσης

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πολύ λίγοι

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ainda existem muito poucos comprimidos no frasco; preciso ligar para o médico para obter uma nova receita.

μόλις, ίσα

locução adverbial (por uma margem pequena) (για κάτι που έκανα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele perdeu o ônibus por pouco.

μέχρι πρόσφατα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σταδιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu estou gradativamente respondendo todas essas cartas de fã.
Απαντώ σταδιακά σε όλα αυτά τα γράμματα των θαυμαστών.

με μικρή διαφορά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μετά από λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A princípio ele não sentia dor nenhuma. Depois de um tempo, o braço dele começou a doer.
Στην αρχή δεν ένιωσε πόνο. Μετά από λίγο το χέρι του άρχισε να πονάει.

σε λιγάκι, σε λίγο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε μικρές δόσεις

expressão (figurado: um pouco de cada vez) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ελάχιστα, λιγάκι

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λίγο λίγο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Adicione o açúcar pouco a pouco e seu merengue ficará perfeito. Ele se tornou melhor no tênis pouco a pouco.
Προσθέστε τη ζάχαρη σιγά σιγά και η μαρέγκα σας θα είναι άψογη. Σιγά σιγά έγινε καλύτερος στο τένις.

καθόλου

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estou chateado por perder o programa? Nem um pouco. Não estou nem um pouco preocupado com esse exame, porque me preparei muito para ele.

για λίγο

locução adverbial (por uma pequena margem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Θα μείνω για λίγο εάν δε σε πειράζει. Θα πρέπει να περιμένουμε για λίγο πριν έρθει το τραίνο.

σε λιγάκι

locução adverbial (ΗΒ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύντομα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε λίγο καιρό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πριν λίγο, πριν από λίγο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταδιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σταδιακά τα σύννεφα έφυγαν κι έλαμψε ένας λαμπρός ήλιος.

ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος

(levemente, um pouco)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος

(levemente, um pouco)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λίγο, λιγουλάκι

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Corra um pouco e você já irá se aquecer.
Τρέχα λίγο και σύντομα θα ζεσταθείς.

για λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vou ao bar por um tempinho.
Κατεβαίνω στην παμπ για λίγο.

πολύ λίγο

locução adverbial (não o bastante)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι προσφάτως

(até pouco tempo atrás)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ λίγο

locução adverbial (quase nada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίγο μετά, λίγο αργότερα, ύστερα από λίγο

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σιγά σιγά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κάπως, λίγο

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Έχω αρχίσει να βαριέμαι λίγο τα συνεχή παράπονα σου.

χωρίς ενθουσιασμό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ανθυγιεινά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Δε μοιάζει καθόλου με τη μητέρα της.

λίγο λίγο

locução adverbial (um pouco de cada vez)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίγο πιο πέρα, λίγο μετά, λίγο πιο κάτω

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Όχι πατάτες για εμένα, ευχαριστώ - είμαι σε δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Δοκιμάζει αυτή τη νέα χαμηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα, για να δει αν θα την βοηθήσει να χάσει βάρος.

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pouco στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του pouco

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.