Τι σημαίνει το mais στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mais στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mais στο πορτογαλικά.

Η λέξη mais στο πορτογαλικά σημαίνει περισσότερος, πιο, περισσότερο, περισσότερο, άλλος, περισσότεροι, περισσότεροι, άλλος, κι άλλοι, πιο πολλοί, περισσότερα, εναπομείναν, πλέον, συν, περισσότεροι, άλλος, περισσότερο, περισσότερος, περαιτέρω, συν, περισσότερος, επιπρόσθετος, συν, πιο, περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους, περισσότερο, περαιτέρω, πιο, συν, συν, τελευταίος, μόλις, μετά, έπειτα, πιο νωρίς, ξανά, πάλι, ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον, χωρίς λόγο, λίγο πάνω, λίγο κάτω, υπερσυντέλικος, πάω πιο γρήγορα, βελτιώνω, που αναφέρεται στον υπερσυντέλικο, μετά, έπειτα, έτσι και έτσι, από την αρχή, αυτό το κάτι, μεγαλύτερος, καλύτερος, σκουραίνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, μακραίνω, νωρίτερα, ο ιεραρχικά κατώτερος, ο πιο ευτελής, ρίχνω αλκοόλ σε κτ, βάζω αλκοόλ σε κτ, κορυφαίος, ανώτατος, εξτρά, έξτρα, μετά, αργότερα, κορυφαίος, παραπανίσιος, μπροστά, υπερέχω, πολύ περισσότερο, πιο μακριά, μεγαλύτερος, πιο επίπεδος, πιο ίσιος, ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος, μακρύτερος, πιο κοντά, ψηλότερος, νεότερος, μικρότερος, ο ψηλότερος, γρηγορότερος, ταχύτερος, κοντινότερος, πλησιέστερος, κατώτατος, νεαρότερος, νεότερος, το νωρίτερο, γηραιότερος, πρεσβύτερος, γεροντότερος, καλύτερος, υγιέστερος, πιο υγιής, μακρύτερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, πιο απαλός, πιο μαλακός, βαθύτερος, ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός, σε καλύτερη φόρμα, πιο ζεστός, πιο χαμηλός, στεγνότερος, που γίνεται πιο έντονος, πιο μακρινός, στρογγυλότερος, λεπτότερος, πιο λυπημένος, ψηλότερος, πιο ολισθηρός, ενδότερος, εσώτατος, σκληρότερος, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mais

περισσότερος

pronome (maior quantidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta loja tem mais escolhas que aquela loja.
Αυτό το μαγαζί έχει περισσότερες επιλογές από εκείνο.

πιο

pronome

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Preciso de mais tempo para acabar o meu dever.
Έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει μια πιο γραφική διαδρομή.

περισσότερο

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu durmo mais do que eu costumava.
Κοιμάμαι περισσότερο (or: πιο πολύ) από όσο συνήθιζα.

περισσότερο

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele correu mais do que jamais correra antes.
Έτρεξε περισσότερο (or: πιο μακριά) από ποτέ.

άλλος

advérbio (adicional)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Você gostaria de mais leite?
Θέλεις άλλο γάλα;

περισσότεροι

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mais mães estão escolhendo o parto natural.
Περισσότερες (or: Πιο πολλές) μητέρες επιλέγουν τη φυσική γέννα.

περισσότεροι

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Cem votaram nele, e mais votaram contra.
Εκατό ψήφισαν υπέρ του, αλλά περισσότεροι (or: πιο πολλοί) εναντίον του.

άλλος

pronome (quantidade adicional)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Temos muita comida. Tu queres mais?
Έχουμε πολύ φαΐ. Θέλεις άλλο;

κι άλλοι, πιο πολλοί

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mais chegavam conforme a festa prosseguia.
Όσο το πάρτι συνεχιζόταν, έρχονταν κι άλλοι (or: περισσότεροι).

περισσότερα

pronome

Eu esperava mais de você.
Περίμενα περισσότερα από εσένα.

εναπομείναν

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A gente tem mais pão?
Έχει περισσέψει καθόλου ψωμί;

πλέον

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nós não podemos mais sair gastando assim.
Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε με αυτόν τον τρόπο.

συν

substantivo masculino (sinal)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Usa-se o mais para mostrar que dois números devem ser adicionados.
Το συν χρησιμοποιείται για να δείξει πως δυο αριθμοί πρέπει να προσθεθούν.

περισσότεροι

advérbio (o maior número)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este arbusto tem mais morangos.
Αυτό το φυτό έχει τις περισσότερες (or: πιο πολλές) φράουλες.

άλλος

advérbio (além de)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Vou levar as maçãs, mas que mais você tem?
Θα πάρω τα μήλα, αλλά τι άλλο έχεις;

περισσότερο

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu não consigo fazer isso mais tempo do que ele.

περισσότερος

advérbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O copo de Tom tem mais leite.
Το ποτήρι του Τομ έχει το περισσότερο (or: πιο πολύ) γάλα.

περαιτέρω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Acho que ele vai precisar de mais treinamento.
Νομίζω ότι θα χρειαστεί περαιτέρω εκπαίδευση.

συν

preposição (matemática, adição)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Dois mais dois são quatro.
Δύο συν δύο ίσον τέσσερα.

περισσότερος

advérbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Papai ganha mais dinheiro do que todos nós.
Ο πατέρας βγάζει τα περισσότερα (or: πιο πολλά) χρήματα από όλους μας.

επιπρόσθετος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vamos precisar contratar mais pessoas para terminar este projeto.
Θα χρειαστεί να προσλάβουμε και άλλο προσωπικό για να τελειώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

συν

conjunção

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Então, somos em cinco, mais Karen e Bob; precisamos de um carro maior!
Επομένως, είμαστε πο πέντε μας συν την Κάρεν και τον Μπομπ. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερο αυτοκίνητο!

πιο

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este é o jogo mais difícil de todos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό ήταν το πιο (or: πλέον) δύσκολο παιχνίδι από όλα.

περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους

advérbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu gosto mais dele.
Αυτός μου αρέσει καλύτερα (or: πιο καλά) από όλους.

περισσότερο

advérbio (από άλλους)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O professor gosta mais dele.
Η δασκάλα τον συμπαθεί περισσότερο (or: πιο πολύ) από όλους.

περαιτέρω

advérbio (a fundo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Investigarei mais e volto a falar com você.
Θα το διερευνήσω περαιτέρω και θα σε ενημερώσω.

πιο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela é o membro mais qualificado do time.
Είναι το πιο προσοντούχο μέλος της ομάδας.

συν

adjetivo (classificação notas acadêmicas)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συν

preposição (junto de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen estava sempre atualizada com as últimas modas.
Η Κάρεν πάντα γνώριζε τις τελευταίες τάσεις της μόδας.

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mal tem comida suficiente para todo mundo na festa.
Το φαγητό ίσα που φτάνει για όλους στο πάρτι.

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos comer e ir ao cinema depois.
Ας φάμε και μετά πάμε σινεμά.

πιο νωρίς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Há uma forma de você me encontrar antes?
Υπάρχει τρόπος να συναντηθούμε νωρίτερα;

ξανά, πάλι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Meu marido não estava ouvindo, então tive que contar a história novamente.

ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον

(formal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χωρίς λόγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λίγο πάνω, λίγο κάτω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Λείπω από το σπίτι μου εδώ και τρεις μήνες, πάνω κάτω.

υπερσυντέλικος

substantivo masculino (gramática) (ρηματικός χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πάω πιο γρήγορα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você pode acelerar um pouco? Tem pessoas esperando atrás de você.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να κάνεις λίγο πιο γρήγορα; Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν μετά από εσένα.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που αναφέρεται στον υπερσυντέλικο

adjetivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você não pode embarcar no voo e depois mudar de ideia.
Δεν μπορείς να επιβιβαστείς στην πτήση και έπειτα (or: μετά) να αλλάξεις γνώμη.

έτσι και έτσι

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από την αρχή

(no começo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Γιατί δεν μου το πες απ' την αρχή;

αυτό το κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela não era apenas uma estrela. Ela simplesmente tinha aquele algo especial.
Δεν ήταν απλά σταρ. Είχε αυτό το κάτι.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A nossa maior preocupação é que o dinheiro acabe.
Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα.

καλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκουραίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O vermelho das bagas escurecia na medida em que elas amadureciam.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μακραίνω

(BRA, roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νωρίτερα

(πριν το αναμενόμενο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O avião era esperado às 11 horas, mas chegou 15 minutos adiantado.
Περιμέναμε το αεροπλάνο στις 11, αλλά έφτασε 15 λεπτά νωρίτερα.

ο ιεραρχικά κατώτερος, ο πιο ευτελής

Πέρασε από όλα τα πόστα στο εστιατόριο, από τα ιεραρχικά ανώτερα έως τα ιεραρχικά κατώτερα. Μας έκανε να γελάσουμε, όταν ήμαστε πεσμένοι.

ρίχνω αλκοόλ σε κτ, βάζω αλκοόλ σε κτ

(BRA, gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter ficou muito bêbado quando algum idiota batizou sua bebida.
Ο Πήτερ μέθυσε άσχημα όταν κάποιος ηλίθιος του έριξε αλκοόλ στο ποτό του.

κορυφαίος, ανώτατος

(figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξτρά, έξτρα

(καθομιλουμένη, προφορικό)

Το εστιατόριο χρεώνει επιπλέον, αν ζητήσεις παγωτό μαζί με τη μηλόπιτά σου.

μετά, αργότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele foi embora zangado, mas voltou duas horas depois.
Έφυγε θυμωμένος αλλά γύρισε δυο ώρες αργότερα.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O Royal Shakespeare Company é um dos principais grupos de teatro da Inglaterra.

παραπανίσιος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο πατέρας μου πάντα βάζει παραπανίσιο φαγητό όταν μαγειρεύει, σε περίπτωση που έρθουν απρόσμενοι καλεσμένοι.

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπερέχω

(ser mais pesado) (σε βάρος: με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O campeão pesa trinta libras mais que seu oponente.

πολύ περισσότερο

(muito mais ou mais alto que)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιο μακριά

locução adverbial (comparativo de longe)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
É longe? É mais distante do que aquela casa, ali?
Είναι μακριά; Είναι πιο πέρα από εκείνο εκεί το σπίτι;

μεγαλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A irmã mais velha de Fiona é advogada.
Η μεγαλύτερη αδερφή της Φιόνα είναι δικηγόρος.

πιο επίπεδος, πιο ίσιος

locução adjetiva (comparativo de superioridade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A área era muito mais plana do que Ron estava acostumado.
Η περιοχή ήταν πιο επίπεδη από ό,τι ήταν συνηθισμένος ο Ρον.

ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A segurança de nossas crianças é nossa preocupação mais importante. Este assunto é da maior importância.
Η ασφάλεια των παιδιών είναι η σημαντικότερη ανησυχία μας. Αυτό το θέμα είναι υψίστης σημασίας.

μακρύτερος

(medida) (μήκος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A cama é mais comprida que os lençóis.
Το κρεβάτι είναι πιο μακρύ από τα σεντόνια.

πιο κοντά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Julie estava mais perto da árvore que de Paul.

ψηλότερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Coloque esses cookies longe em uma prateleira mais alta.
Βάλε εκείνα τα μπισκότα σε ένα ψηλότερο ράφι.

νεότερος, μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não dá pra dizer qual dos cavalos é mais novo.
Δεν φαίνεται ποιο από τα άλογα είναι μικρότερο (or: νεότερο).

ο ψηλότερος

(posição)

Os andares mais altos do prédio são residenciais.
Οι υψηλότεροι όροφοι του κτιρίου είναι για κατοικίες.

γρηγορότερος, ταχύτερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O que é mais rápido um puma ou um tigre?
Ποιο είναι γρηγορότερο, ένα κούγκαρ ή μια τίγρης;

κοντινότερος, πλησιέστερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατώτατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η έκρηξη συνέβη στο κατώτατο επίπεδο του ορυχείου.

νεαρότερος, νεότερος

locução adjetiva (superlativo de jovem)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ποιός είναι ο νεαρότερος υπάλληλος στην εταιρεία;

το νωρίτερο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γηραιότερος, πρεσβύτερος, γεροντότερος

locução adjetiva (μεγαλύτερος σε ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερος

(ποιοτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta é a melhor farinha disponível para fazer pão.

υγιέστερος, πιο υγιής

locução adjetiva (pessoa) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρύτερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Αυτή είναι η μακρύτερη λιμουζίνα που έχω δει ποτέ μου. Αυτό είναι το μακρύτερο σκοινί μας.

πλησιέστερος, κοντινότερος

locução adjetiva (fisicamente: perto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Που είναι το κοντινότερο φαρμακείο;

πιο απαλός, πιο μαλακός

locução adjetiva (delicado ao toque)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αυτό το ύφασμα είναι πιο απαλό (or: πιο μαλακό) στην αφή από το βαμβάκι.

βαθύτερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε καλύτερη φόρμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο ζεστός

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο χαμηλός

locução adjetiva (φωτισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στεγνότερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που γίνεται πιο έντονος

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο μακρινός

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρογγυλότερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λεπτότερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιο λυπημένος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψηλότερος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η θέα από το ψηλότερο μπαλκόνι μας.

πιο ολισθηρός

locução adjetiva (σύγκριση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδότερος, εσώτατος

(για θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρότερος

locução adjetiva (comparativo: duro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alguns tipos de madeira são mais duras que outras.

πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις

(δύσκολο στην εφαρμογή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mais στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του mais

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.