Τι σημαίνει το generar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης generar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του generar στο ισπανικά.
Η λέξη generar στο ισπανικά σημαίνει αποφέρω, δημιουργώ, προκαλώ, παράγω, γεννιέμαι, παράγω, δημιουργώ, -, μου έρχεται, γεννάω, γεννώ, υφίσταμαι, εξάγω, παράγω, δημιουργώ, βγάζω, προέρχομαι από κτ, προκαλώ, επιφέρω, παράγω, προκαλώ, δημιουργώ, μονάδα αναρρόφησης, παράγω ηλεκτρική ενέργεια, ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, ανοίγω τον ασκό του Αιόλου, προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα, δημιουργώ θέσεις απασχόλησης, ενημερώνω κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης generar
αποφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las acciones están generando grandes dividendos. |
δημιουργώ, προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mala política ha causado muchos problemas al gobierno. Η λάθος πολιτική δημιούργησε πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση. |
παράγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim arrancó el generador para generar electricidad. Ο Τιμ πείραξε τη γεννήτρια για να παράξει ηλεκτρισμό. |
γεννιέμαιverbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παράγω, δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El programa generó números al azar. Το πρόγραμμα παρήγαγε τυχαίους αριθμούς. |
-verbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Estoy tan en baja forma que genero sudor simplemente con andar hasta la esquina. Είμαι τόσο αγύμναστος που ιδρώνω απλά και μόνο όταν περπατήσω μέχρι την γωνία. |
μου έρχεται(ο λογαριασμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Shawna generó una gran factura de teléfono el mes pasado. Η Σόνα έκανε έναν τεράστιο λογαριασμό τηλεφώνου τον τελευταίο μήνα. |
γεννάω, γεννώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El best seller ha generado una película y un videojuego. Αυτό το δημοφιλές μυθιστόρημα έχει γεννήσει ένα φιλμ και ένα βιντεοπαιχνίδι. |
υφίσταμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El negocio ha generado algunas pérdidas este trimestre. |
εξάγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Genera los resultados para la impresión. |
παράγω, δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Demasiado tiempo libre engendra travesuras en los adolescentes. |
βγάζω(dinero) (το άτομο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi tienda virtual de tarjetas de saludo trae $300 por mes. |
προέρχομαι από κτ(finanzas) La inversión acumuló muchas ganancias. |
προκαλώ, επιφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La renuncia del ministro seguro va a provocar debate respecto de las causas. |
παράγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las bacterias produjeron alcohol en el barril cerrado. |
προκαλώ, δημιουργώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La aventura romántica de Jan con su jefa está empezando a crear problemas en la oficina. |
μονάδα αναρρόφησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παράγω ηλεκτρική ενέργειαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hay muchas maneras alternativas para generar electricidad «limpia», como la solar, la eólica y la hidráulica. |
ανοίγω το κουτί της Πανδώρας, ανοίγω τον ασκό του Αιόλου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δημιουργώ θέσεις απασχόλησηςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενημερώνω κπ για κτ(γνώση) La gente está usando pulseras este mes para generar conciencia sobre problemas de salud mental. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του generar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του generar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.