Τι σημαίνει το genial στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης genial στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του genial στο ισπανικά.

Η λέξη genial στο ισπανικά σημαίνει εκπληκτικός, φοβερός, φανταστικός, τέλεια, τέλειος, τέλεια!, φανταστικά!, πολύ καλά, απίστευτος, υπέροχος, καταπληκτκός, φοβερός, φίνος, πρώτος, τέλεια, άψογα, φοβερά, τρομερά, καταπληκτικά, ό,τι πρέπει, ό,τι χρειάζομαι, τέλεια, φίνος, σένιος, τέλεια, που τα σπάει, κουλ, τέλεια, υπέροχα, άψογα, ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!, φοβερός, απίθανος, απίστευτος, οκ, τέλεια, υπέροχα, φοβερός, λαμπερός, λαμπρός, λαμπρός, μεγάλος, εξαιρετικός, τέλεια, φανταστικά, συναρπαστικός, πανέξυπνος, ευφυέστατος, εξωπραγματικός, φανταστικός, απίθανος, απίστευτος, φοβερός, τρομερός, εντάξει, τέλειος, πανέξυπνος, απίστευτος, τρομερός, απίθανος, θεϊκός, άψογος, τέλειος, άριστος, εξαιρετικός, γαμάτος, τέλεια!, τέλεια!, Τέλεια! Απίθανα! Σούπερ!, καλός, ταλαντούχος, σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση, θαύμα, όνειρο, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος, φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός, εξαιρετικός, τέλειος, υπέροχος, και γαμώ, φίνα, τζιτζί, τα σπάει, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, πρωτότυπη ιδέα, πανέξυπνη ιδέα, καταπληκτική ιδέα, μεγαλειώδης ιδέα, γλεντώ, διασκεδάζω, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, ευχαριστιέμαι, ωραία ιδέα, Είσαι μπόμπα!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης genial

εκπληκτικός, φοβερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Esa idea es genial!

φανταστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Daniel me mostró un truco genial en su computadora.

τέλεια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τέλειος

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡El concierto estuvo genial!
Η συναυλία ήταν τέλεια!

τέλεια!, φανταστικά!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Puedes venir el sábado? ¡Genial!
Θα μπορέσεις να έρθεις το Σάββατο; Τέλεια!

πολύ καλά

(διασκέδαση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Gracias por invitarme, ¡lo pasé genial!

απίστευτος, υπέροχος, καταπληκτκός, φοβερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Has visto su nueva película? ¡Es genial!
Έχεις δει τη νέα ταινία του; Είναι καταπληκτική!

φίνος

(παλαιό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Creo que los planes para la fiesta son geniales!

πρώτος

(informal) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Escucha esta genial nueva canción!

τέλεια, άψογα, φοβερά, τρομερά, καταπληκτικά

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Te vas de vacaciones a Cancún? ¡Genial!
Θα πας διακοπές στο Κανκούν; Τέλεια!

ό,τι πρέπει, ό,τι χρειάζομαι

(irónico) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Pinchar una rueda cuando ya estoy llegando tarde? ¡Pero qué genial!

τέλεια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Vendréis los dos? ¡Genial!

φίνος, σένιος

(παλαιό, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Larry contó una historia genial en la fiesta.
Ο Λάρυ διηγήθηκε μια φίνα ιστορία στο πάρτυ.

τέλεια

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Puedes venir esta noche? ¡Genial!

που τα σπάει

(αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mike felicitó a Harry, "¡Una interpretación genial anoche!"

κουλ

adjetivo de una sola terminación (coloquial) (καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τέλεια, υπέροχα, άψογα

(irónico) (ειρωνικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Genial! Ha derramado el desayuno en el suelo.

ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Tienes un coche nuevo? ¡Genial!
Πήρες καινούριο αυτοκίνητο; Φίνα!

φοβερός, απίθανος, απίστευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οκ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τέλεια, υπέροχα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Puedes quedar mañana a las 14:00? ¡Estupendo!
Μπορείτε να με δείτε αύριο στις δύο το μεσημέρι; Τέλεια!

φοβερός

(CR, AR) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese almuerzo estuvo mortal.

λαμπερός, λαμπρός

(persona) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Helen la conocían por su genio tan brillante.
Η Χέλεν ήταν γνωστή για το σπινθηροβόλο πνεύμα της.

λαμπρός

(inteligencia) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El libro brillante del Dr. White revolucionó el pensamiento político moderno.

μεγάλος

(AmL) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξαιρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέλεια, φανταστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συναρπαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La montaña rusa fue emocionante.

πανέξυπνος, ευφυέστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La idea de Gabby de reorganizar la exposición de productos fue brillante.
Η ιδέα της Γκάμπυ να ξαναφτιάξει την έκθεση των προϊόντων ήταν πανέξυπνη.

εξωπραγματικός, φανταστικός, απίθανος, απίστευτος

(καθομ, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φοβερός, τρομερός

(μτφ, σπουδαίος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Enhorabuena, has hecho un trabajo bárbaro!

εντάξει

τέλειος

(diversión)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fiesta fue excelente.

πανέξυπνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
David es un matemático brillante.
Ο Ντέιβιντ είναι ένας πανέξυπνος μαθηματικός.

απίστευτος, τρομερός, απίθανος, θεϊκός

(figurado, coloquial) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La orquesta interpretó un concierto épico, impresionando a todos los críticos.

άψογος, τέλειος, άριστος, εξαιρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La actuación del gimnasta fue excelente.
Η παράσταση του γυμναστή ήταν έξοχη.

γαμάτος

(αργκό, χυδαίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Conseguiste el trabajo? ¡Excelente!

τέλεια!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Te dieron el trabajo? ¡Fabuloso!
Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία!

τέλεια!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Conseguiste los boletos? ¡Excelente!
Πήρες τα εισιτήρια; Σούπερ!

Τέλεια! Απίθανα! Σούπερ!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καλός, ταλαντούχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben es un surfista excelente.

σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση

(ξεπερασμένο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Realmente estoy de maravilla hoy!
Είμαι πραγματικά σε φόρμα σήμερα!

θαύμα, όνειρο

(μτφ: για όλα τα γένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Vas a hacer una fiesta setentera el viernes? ¡Fantástico!

φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oh, ¡eso está buenísimo! ¡Me encanta!

εξαιρετικός, τέλειος, υπέροχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Es una idea excelente (or: magistral)!

και γαμώ

interjección (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
-Me voy a hacer un nuevo tatuaje. -¡Genial!, dije yo.

φίνα, τζιτζί

(παλαιό, αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Genial! ¡Tienes el nuevo juego del Señor de los Anillos!
Τέλεια! Πήρες το καινούριο παιχνίδι του Άρχοντα των Δακτυλιδιών!

τα σπάει

(αργκό, μτφ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Peter observó a Sean hacer una voltereta hacia atrás y gritó, "¡Genial, tío!".

ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Fue un hombre genial en toda la extensión del término.

πρωτότυπη ιδέα

(irónico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Mirar televisión hoy a la noche? ¡Qué idea genial!

πανέξυπνη ιδέα, καταπληκτική ιδέα, μεγαλειώδης ιδέα

Tuve una idea genial cuando se me ocurrió esa frase.

γλεντώ, διασκεδάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gracias por una fiesta estupenda, ¡nos la pasamos de miedo!

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El pan lactal fue un invento genial.

ευχαριστιέμαι

locución verbal (jerga)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωραία ιδέα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Vamos al cine. "¡Buena idea! Suena divertido".

Είσαι μπόμπα!

(AR, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Tus pinturas son increíbles, sos groso!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του genial στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.