Τι σημαίνει το goût στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης goût στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του goût στο Γαλλικά.

Η λέξη goût στο Γαλλικά σημαίνει γεύση, γεύση, γούστο, γούστο, συμπάθεια, προτίμηση, αίσθηση της γεύσης, γούστο, διορατικότητα, διεισδυτικότητα, οξυδέρκεια, εκτιμώ, συμπεριφορά, ενθουσιασμός, γεύση, γεύση, γεύση, επιλεκτικό γούστο, υποψία γεύσης, με γεύση, προτίμηση για κτ, έχω γεύση, γεύση, έχω γεύση, έχω γεύση, βελτιωμένος, αναβαθμισμένος, φελλομένος, επίγευση, πρόγευση, ζωντανεύω, ανεπαίσθητη αίσθηση, επίγευση, δίνω γεύση, το να είναι καυτερό, το να είναι πικάντικο, τυρένιος, που έχει γεύση ξηρών καρπών, καλαίσθητος, με γεύση βουτύρου, με γεύση λεμονιού, με γεύση ροδάκινου, έντονη γεύση, εθιστικός, κακόγουστος, γευστικός, νόστιμος, του γούστου μου, έντονη γεύση, άγευστος, ελκυστικά, καλαίσθητα, κομψά, κακόγουστα, ακαλαίσθητα, καλόγουστα, καλαίσθητα, απρεπώς, με καλαισθησία, άκομψα, γλύκα, γλυκάδα, αψάδα, απροθυμία, κακό γούστο, ωραία γεύση, επίκτητο γούστο, δυσάρεστη γεύση, έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάση, αίσθηση του στυλ, αλμυρή γεύση, κακογουστιά, μου αρέσει, έχω ωραία γεύση, έχω την ίδια γεύση με, κάνω κτ πιο ενδιαφέρον, άσεμνος, ανάρμοστος, με γεύση, κρεάτινος, κακοφτιαγμένος, φτηνιάρικος, με γεύση καρότου, με γεύση καρότο, με γεύση ζαμπόν, κακόγουστος, ακαλαίσθητος, καλόγουστος, ανάρμοστος, όπως μου αρέσει, όπως το θέλω, γλύκα, γλυκάδα, αγάπη, λατρεία, ξηρότητα, αγάπη για τον αθλητισμό, πάθος με τον αθλητισμό, ακαταλληλότητα, καλό γούστο, χαρακτηριστικό γνώρισμα, αψάδα, κακογουστιά, με γεύση γαρίδες κοκτέιλ, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, καπνιστός, άκομψος, αγενής, φτηνά, κακόγουστα, άσχημη γεύση, αναισθησία, ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης goût

γεύση

nom masculin (sens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Depuis que j'ai subi cette opération au nez, j'ai perdu tout sens du goût.
Από τότε που έκανα την εγχείρηση στη μύτη έχασα κάθε αίσθηση της γεύσης.

γεύση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le goût est agréable mais très sucré.
Έχει καλή γεύση, αλλά είναι πολύ γλυκό.

γούστο

nom masculin (faculté esthétique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a un goût unique pour ce qui est de la décoration.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το γούστο της ως διακοσμήτρια είναι άπιαστο.

γούστο

nom masculin (en adéquation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les décorations étaient de bon goût.

συμπάθεια, προτίμηση

(pour une chose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a un goût pour tout ce qui concerne la Rome antique.
Έχει μια προτίμηση σε ότι συνδέεται με την Αρχαία Ρώμη.

αίσθηση της γεύσης

nom masculin (sens)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand elle s'est brûlé la langue, elle a temporairement perdu le goût.

γούστο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aucune de leurs chaussures n'était à mon goût.
Κανένα από τα παπούτσια που είχαν δεν ήταν στ' αλήθεια του γούστου μου.

διορατικότητα, διεισδυτικότητα, οξυδέρκεια

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a fait preuve de manque de goût en évoquant la vie privée de son adversaire dans son discours.

εκτιμώ

nom masculin

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'ai développé un goût pour l'art qu'après 40 ans.
Μόλις στα 40 μου άρχισα να εκτιμώ τις καλές τέχνες.

συμπεριφορά

nom masculin (comportement social)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est de mauvais goût de renoncer à la dernière minute.

ενθουσιασμός

(για κτ, με κτ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γεύση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette pomme n'a presque pas de saveur.
Αυτό το μήλο δεν έχει σχεδόν καθόλου γεύση.

γεύση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ces bonbons à la gelée se déclinent en une centaine de goûts différents (or: de saveurs différentes).

γεύση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιλεκτικό γούστο

nom masculin

υποψία γεύσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Les choux de Bruxelles sont peut-être passés parce qu'ils ont un goût bizarre.

με γεύση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La petite fille a choisi un milkshake au goût de fraise.
Το κοριτσάκι επέλεξε ένα μιλκσέικ με γεύση φράουλα.

προτίμηση για κτ

nom masculin

Depuis qu'il a déménagé en Italie, George a pris goût aux costumes chers.

έχω γεύση

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ce gâteau a un goût de banane.
Αυτό το κέικ έχει γεύση μπανάνας.

γεύση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai déjà eu un avant-goût de ton humour et tu n'es pas aussi drôle que tu le penses !

έχω γεύση

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'apprécie énormément la texture des aliments, mais je ne sens pas le goût.
Μου αρέσει η υφή του φαγητού, αλλά δεν έχω και πολύ γεύση.

έχω γεύση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ça a le goût du poulet.
Αυτό έχει γεύση κοτόπουλο.

βελτιωμένος, αναβαθμισμένος

(soirée, événement)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φελλομένος

(vin) (ζαργκόν: κρασί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jasper a dit au serveur que le vin était bouchonné et a renvoyé la bouteille.

επίγευση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette bière a un arrière-goût métallique.

πρόγευση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζωντανεύω

(une soirée, un événement) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεπαίσθητη αίσθηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ο χυμός λεμονιού προσδίδει άρωμα σε αυτό το πιάτο. Πρόκειται, όμως, για ανεπαίσθητη αίσθηση.

επίγευση

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jo était impatiente de rencontrer enfin son héros, même si ses commentaires sur les femmes lui laissaient un arrière-goût déplaisant.

δίνω γεύση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a aromatisé le glaçage avec quelques gouttes d'eau de rose.
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να δώσεις γεύση στο τόφου; Αρωμάτισε το γλάσο με μερικές σταγόνες ροδόνερο.

το να είναι καυτερό, το να είναι πικάντικο

(για φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυρένιος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je crois que j'ai des biscuits au fromage dans le placard.
Νομίζω πως έχω μερικά μπισκότα με γεύση τυριού στο ντουλάπι.

που έχει γεύση ξηρών καρπών

(τροφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cet assaisonnement a un goût de noisettes ; es-tu sûr qu'il ne contient pas de cacahouètes ?

καλαίσθητος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je trouvais que la peinture rouge de la chambre était de bon goût mais Derek la détestait.

με γεύση βουτύρου

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

με γεύση λεμονιού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με γεύση ροδάκινου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έντονη γεύση

(goût) (για τρόφιμο)

εθιστικός

(για φαγητό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce gâteau a un petit goût de revenez-y.

κακόγουστος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γευστικός, νόστιμος

adjectif (délicieux)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

του γούστου μου

locution adverbiale (ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
J'aime bien peur que la couleur verte ne soit pas à mon goût : je préfère le bleu.

έντονη γεύση

(για τρόφιμο)

Αυτό το κρέας έχει έντονη γεύση.

άγευστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελκυστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les exposants sur ce marché présentent toujours bien leurs produits.

καλαίσθητα, κομψά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κακόγουστα, ακαλαίσθητα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Certains ont accusé l'humoriste de se comporter avec mauvais goût.

καλόγουστα, καλαίσθητα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sa demeure est décorée avec goût.

απρεπώς

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je trouve qu'ils ont décoré leur chambre avec mauvais goût.

με καλαισθησία

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La chambre était décorée avec goût.

άκομψα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γλύκα, γλυκάδα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le goût sucré du gâteau était trop prononcé ; Elisabeth s'est dit de ne pas oublier de réduire la quantité de sucre la prochaine fois qu'elle le ferait.

αψάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce bonbon a un goût très fort. Il est acide mais délicieux !

απροθυμία

(αρνητική διάθεση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κακό γούστο

J'ai toujours eu mauvais goût en matière de vêtements.

ωραία γεύση

nom masculin

C'est un petit vin sans prétention mais il a bon goût.

επίκτητο γούστο

(σχετικά σπάνιο)

Τα στρείδια πρέπει να μάθει κανείς να του αρέσουν.

δυσάρεστη γεύση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon médicament a un goût désagréable, je bois donc du jus après l'avoir pris.

έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάση

nom masculin

Il a un goût inné pour la musique baroque.

αίσθηση του στυλ

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Toi qui as bon goût : aide-moi à choisir ma tenue pour mon rendez-vous avec Marco, le voisin italien.

αλμυρή γεύση

κακογουστιά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μου αρέσει

J'ai toujours eu un penchant pour la grande vie.
Πάντα μου άρεσε η μεγάλη ζωή.

έχω ωραία γεύση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le fromage que tu as apporté au pique-nique avait bon goût : il s'appelait comment ?

έχω την ίδια γεύση με

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ πιο ενδιαφέρον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άσεμνος, ανάρμοστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les tenues vestimentaires indécentes (or: inconvenantes) ne sont pas admises sur le campus.

με γεύση

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le médecin m'a donné un médicament au goût désagréable.
Ο γιατρός που έδωσε ένα φάρμακο με πολύ άσχημη γεύση.

κρεάτινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακοφτιαγμένος, φτηνιάρικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'aime les vêtements de qualité supérieure et je ne vais pas porter une veste aussi bas de gamme que celle-ci !

με γεύση καρότου, με γεύση καρότο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με γεύση ζαμπόν

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακόγουστος, ακαλαίσθητος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était un commentaire de mauvais goût.

καλόγουστος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les plaisanteries du comédien étaient de bon goût : pratiquement personne n'a été choqué.

ανάρμοστος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La blague de John sur sa belle-mère était de mauvais goût.

όπως μου αρέσει, όπως το θέλω

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Choisissez un steak et nous le cuirons à votre goût.

γλύκα, γλυκάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam a croqué dans la fraise, savourant son goût sucré.

αγάπη, λατρεία

(figuré) (για κτ: θέλω να έχω κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Frank a un goût prononcé pour les voitures de luxe et la hi-fi.

ξηρότητα

(vin) (κρασί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En tant qu'amateur de vin, Aaron apprécie le goût sec du vin rouge.

αγάπη για τον αθλητισμό, πάθος με τον αθλητισμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακαταλληλότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai trouvé que c'était une blague de mauvais goût.

καλό γούστο

nom masculin

Éric a bon goût en matière de vêtements.

χαρακτηριστικό γνώρισμα

locution adverbiale (μεταφορικά)

Le pessimisme semble être au goût du jour par ici.

αψάδα

(με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce cheescake a un très fort goût de citron.

κακογουστιά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με γεύση γαρίδες κοκτέιλ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aimerais un paquet de chips à la crevette (or: goût crevette), s'il vous plaît.

χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai perdu tout intérêt pour la politique : je m'en fiche qui gagne ou qui perd.

καπνιστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les hamburgers ont un bon goût de fumé qui vient du grill.
Τα μπιφτέκια έχουν μια ωραία καπνιστή γεύση από τη σχάρα.

άκομψος, αγενής

locution adjectivale (jugement, humour,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La remarque de mauvais goût du professeur à propos des élèves stupides a offensé beaucoup de parents. La blague raciste de l'humoriste était de mauvais goût.

φτηνά, κακόγουστα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La maison était décorée avec mauvais goût dans des tons criards.

άσχημη γεύση

(μεταφορικά)

L'incident m'a laissé un mauvais goût dans la bouche.

αναισθησία

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les stylistes à Paris ont décidé de remettre la mini-jupe à la mode (or: au goût du jour).
Οι σχεδιαστές στο Παρίσι αποφάσισαν να ξαναφέρουν στη μόδα τις μίνι φούστες.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του goût στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του goût

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.