Τι σημαίνει το gravado στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gravado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gravado στο πορτογαλικά.

Η λέξη gravado στο πορτογαλικά σημαίνει ηχογραφημένος, καταγεγραμμένος, καταχωρημένος, καταγεγραμμένος, σκαλισμένος, που έγινε με κόψιμο, <div>χαραγμένος στη μνήμη</div><div>(<i>φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός</i>: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο <i>υψηλής νοημοσύνης</i>, <i>άριστης ποιότητας</i> υλικά κλπ.)</div>, σφραγίζω κτ σε κτ, αποτυπώνω κτ σε κτ, σκαλιστός, χαραγμένος, καταγεγραμμένος, μαγνητοσκοπημένος, δεσμευτικός, ηχογραφημένος σε βινύλιο, δαχτυλίδι με σφραγίδα, ζωντανός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gravado

ηχογραφημένος

adjetivo (ήχος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Adrian tentou ligar para a central de ajuda quando sua conexão com a internet parou de funcionar, mas tudo o que ele conseguiu foi uma mensagem gravada pedindo para que ligasse mais tarde.
Ο Έιντριαν προσπάθησε να τηλεφωνήσει στη γραμμή βοήθειας όταν έπεσε η σύνδεση του ίντερνετ, αλλά άκουσε μόνο ένα ηχογραφημένο μήνυμα που του ζητούσε να καλέσει αργότερα.

καταγεγραμμένος

(BRA)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Os minutos registrados mostram que foi Rita que levantou aquela questão.
Τα καταγεγραμμένα πρακτικά δείχνουν ότι η Ρίτα έθεσε πρώτη αυτό το θέμα.

καταχωρημένος, καταγεγραμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σκαλισμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έγινε με κόψιμο

adjetivo (por corte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div>χαραγμένος στη μνήμη</div><div>(<i>φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός</i>: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο <i>υψηλής νοημοσύνης</i>, <i>άριστης ποιότητας</i> υλικά κλπ.)</div>

adjetivo (na mente, figurado)

σφραγίζω κτ σε κτ, αποτυπώνω κτ σε κτ

adjetivo (figurativo) (μεταφορικά)

Os eventos daquele verão ficaram para sempre gravados na memória de Liam.

σκαλιστός

adjetivo (escultura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαραγμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καταγεγραμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μαγνητοσκοπημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δεσμευτικός

(figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ηχογραφημένος σε βινύλιο

locução adjetiva (gravado em vinil)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δαχτυλίδι με σφραγίδα

substantivo masculino (anel com nome ou logotipo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζωντανός

locução adjetiva (som) (μτφ: ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gravado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.