Τι σημαίνει το grito στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grito στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grito στο ισπανικά.

Η λέξη grito στο ισπανικά σημαίνει φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, κραυγάζω, ωρύομαι, φωνάζω, φωνάζω, κραυγάζω, φωνάζω, φωνάζω, επιπλήττω, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, τσιρίζω, ουρλιάζω, κραυγάζω, ωρύομαι, αναφωνώ, τσιρίζω, στριγκλίζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, βροντοφωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω, στριγκλίζω, τσιρίζω, ουρλιάζω, μιλάω με βροντερή φωνή, ουρλιάζω, φωνάζω, φωνή, κραυγή, κραυγή, φωνές, κραυγές, ουρλιαχτό, κραυγή, φωνή, φωνή, κραυγή, τσιρίδα, στριγκλιά, κραυγή, φωνή, κραυγή, κραυγή, φωνή, κραυγή, φωνή, κραυγή, κρώξιμο, μουγκρητό, μούγκρισμα, φωνάζω σε κπ, σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα, ουρλιάζω, φωνάζω πιο δυνατά, φωνάζω, φωνάζω σε κπ, φωνάζω σε κπ/κτ, φωνάζω κάποιον λέγοντας χελόου, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, επευφημώ, φωνάζω, γαβγίζω, φωνάζω πιο δυνατά από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grito

φωνάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fiona podía escuchar a su jefe gritando desde afuera del edificio.
Η Φιόνα άκουγε απέξω το αφεντικό που φώναζε.

φωνάζω

(hablar alto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estoy al lado tuyo, no es necesario que grites.
Είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις!

φωνάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim gritó algo por la ventana, pero no podía escuchar lo que decía.
Ο Τζιμ φώναξε κάτι από το παράθυρο, αλλά δεν μπορούσα να τον ακούσω.

φωνάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A juzgar por cómo grita el jefe, debe estar enojado por algo.
Κρίνοντας από τον τρόπο που ωρύεται το αφεντικό πρέπει να έχει ταραχτεί από κάτι.

κραυγάζω, ωρύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deja de gritar e iré a ayudarte.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita gritó sorprendida.

φωνάζω, κραυγάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Laura gritó de dolor cuando se dobló el tobillo.
Η Λόρα κραύγαζε από τον πόνο, όταν στραμπούλισε τον αστράγαλό της.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grité "alto" justo cuando ella estaba por pasar el semáforo en rojo.

φωνάζω

verbo transitivo

Η δασκάλα της είπε να σηκώνει το χέρι της αντί να φωνάζει την απάντηση.

επιπλήττω

(gritar a alguien) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω τον τόνο της φωνής

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No le grites a tu madre, jovencito.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lily gritó como si se acabase el mundo cuando se golpeó el dedo del pie.
Η Λίλυ ούρλιαξε σα να ήρθε το τέλος του κόσμου όταν χτύπησε το δάκτυλο του ποδιού της.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel gritó cuando vio la araña.
Η Ρέιτσελ τσίριξε, όταν είδε την αράχνη.

φωνάζω, ουρλιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gritó de dolor.
Φώναξε από τον πόνο.

τσιρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El niño gritó de felicidad cuando vio a su padre.

ουρλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los fanáticos gritaban desde la línea de meta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι οπαδοί φώναζαν συνθήματα για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους.

κραυγάζω, ωρύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien gritó mi nombre pero no lo pude encontrar.

αναφωνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Estoy agotada", gritó y se dejó caer sobre el sofá.
«Είμαι εξαντλημένη!» αναφώνησε, ενώ σωριάζονταν στον καναπέ.

τσιρίζω, στριγκλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¡Te odio!", gritó ella.
«Σε μισώ!», τσίριξε εκείνη.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El director gritó enfadado.
Ο διευθυντής ούρλιαξε με θυμό.

ουρλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El señor Smith gritó: «¡Siéntense ya».
Ο κ. Σμιθ φώναξε, "Καθίστε στις θέσεις σας τώρα!"

φωνάζω, ουρλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mujer le gritaba insultos a la vendedora.

βροντοφωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¿A dónde vas?", gritó el padre de Jemima, mientras ella intentaba escabullirse.

φωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¡Lárgate!" gritó ella.

φωνάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El capitán gritó la orden para que los soldados empezasen a disparar al enemigo.
Ο λοχαγός φώναξε εντολές στους στρατιώτες για να ξεκινήσουν να ρίχνουν στον εχθρό.

φωνάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω

(φωνάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Exclamó que habían vuelto a casa con tres medallas.

στριγκλίζω, τσιρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Molly chilló cuando su hermano le echó agua fría por la espalda.
Η Μόλυ τσίριξε όταν ο αδελφός της της έριξε κρύο νερό στην πλάτη.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω με βροντερή φωνή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cura vociferaba desde el púlpito.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El bebé estaba llorando así que Edward le cambió el pañal.

φωνάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φωνή, κραυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cazador pegó un grito cuando vio a su presa.

κραυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando vio la cara en la ventana, Glenn pegó un grito.
Όταν είδε το πρόσωπο στο παράθυρο, ο Γκλεν πάτησε μια τσιρίδα.

φωνές, κραυγές

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Escuchamos gritos y disparos que venían del departamento.
Ακούσαμε φωνές και πυροβολισμούς από το διαμέρισμα.

ουρλιαχτό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Escuchábamos gritos adentro así que llamamos a la policía.
Ακούγονταν κραυγές από μέσα κι έτσι καλέσαμε την αστυνομία.

κραυγή, φωνή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alison soltó un grito de entusiasmo cuando abrió el regalo.

φωνή, κραυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grito de Mónica cuando su hermano la asustó se debe haber escuchado en todo el barrio.
Η κραυγή της Μόνικα όταν ο αδερφός της την πλησίασε αθόρυβα από πίσω για να την τρομάξει, πρέπει να ακούστηκε στη μισή γειτονιά.

τσιρίδα, στριγκλιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda se imaginó que sería la hora del recreo cuando escuchó afuera las risas y los gritos de los niños.
Η Λίντα κατάλαβε πως πρέπει να ήταν ώρα του διαλείμματος όταν άκουσε το γέλιο και τις φωνές των παιδιών από την παιδική χαρά.

κραυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lanzó un fuerte grito y saltó del muro.

φωνή, κραυγή

(για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Podías oír los gritos de los niños mientras jugaban.
Ακούγονταν φωνές των παιδιών που έπαιζαν.

κραυγή, φωνή

(για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se podían oír los gritos de la víctima mientras su atacante la golpeaba.
Ακούγονταν οι κραυγές του θύματος από τον διπλανό δρόμο καθώς της επιτέθηκε ο δράστης.

κραυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grito de dolor de Matthew se podía oír desde la calle del al lado.

φωνή, κραυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρώξιμο

(pájaro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Podíamos oír claramente el chillido de un búho.

μουγκρητό, μούγκρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mujer en trabajo de parto dejó escapar un gruñido.

φωνάζω σε κπ

Si no le grito a los niños no me prestan atención.
Αν δεν φωνάξω (or: βάλω τις φωνές) στα παιδιά, δεν με προσέχουν.

σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ουρλιάζω

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estaba gritando a grito pelado, pero nadie lo escuchaba en medio del ruido de la multitud. Está bien, te escuché, no tienes que gritar a grito pelado.

φωνάζω πιο δυνατά

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φωνάζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los aficionados empezaron a gritar de alegría cuando la banda salió al escenario.

φωνάζω σε κπ

Es inútil gritarme para que conduzca más rápido: ¡el límite de velocidad es 30 millas por hora!

φωνάζω σε κπ/κτ

Susan le gritó a su perro pero los ladridos continuaron.
Η Σούζαν έβαλε τις φωνές στον σκύλο της, αλλά το γάβγισμα συνεχίστηκε.

φωνάζω κάποιον λέγοντας χελόου

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ουρλιάζω

(figurado) (σε κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando la jefe se enteró del error, le rugió a Brian para que fuera a su oficina.
Όταν η αφεντικίνα του Μπράιαν ανακάλυψε το λάθος του, του φώναξε αγριεμένα (or: φώναξε θυμωμένα) να έρθει στο γραφείο της.

ουρλιάζω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick se fue de la casa enojado, gritando que sus padres nunca lo volverían a ver.
Ο Πάτρικ όρμηξε έξω από το σπίτι, φωνάζοντας ότι οι γονείς του δεν θα τον ξαναδούν ποτέ.

φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπ

locución verbal

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El prisionero daba alaridos de (or: daba gritos de) agonía mientras lo torturaban.
Ο κρατούμενος ούρλιαζε απεγνωσμένα ενώ τον βασάνιζαν.

τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entiendo que estés enojado pero eso no te da excusas para gritarme de esa forma.
Το ξέρω ότι είσαι απογοητευμένος, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί το να μου τα χώνεις με αυτόν τον τρόπο.

επευφημώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después del concierto, el público se puso de pie y gritó bravo durante varios minutos.

φωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve le gritó a su esposa para que fuera a ayudarlo.

γαβγίζω

(figurado) (μεταφορικά: ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger ladró que no estaba listo todavía.

φωνάζω πιο δυνατά από κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Parecía que los niños estaban haciendo un concurso para ver quién podían gritar más fuerte que el resto!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grito στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.